Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009

Ένα κείμενο για τη σκέψη του Καρλ Πόππερ

Ο ΚΑΡΛ ΠΟΠΠΕΡ ΚΑΙ Η «ΑΝΟΙΧΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»

Το 1945 εκδόθηκε το βιβλίο του Καρλ Πόππερ με τίτλο: «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της», που γράφτηκε μεταξύ 1938 και 1943, μεσούντος του παγκόσμιου πολέμου. Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας υποστηρίζει την υπεροχή των αστικών φιλελεύθερων θεσμών απέναντι σε άλλα μοντέλα πολιτειακής οργάνωσης και ακόμα περισσότερο απέναντι στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της εποχής, τον φασισμό και τον σταλινισμό.
Η «ανοιχτή κοινωνία» παρέσχε επιχειρήματα στις κυρίαρχες τάξεις του δυτικού κόσμου για να στηρίξουν την υποτιθέμενη «ανωτερότητα» του καπιταλιστικού καθεστώτος απέναντι στην ουτοπία του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Σε αυτό βοήθησε και η προσωπική στάση του Πόππερ, που έχοντας απομακρυνθεί από την Αριστερά πολύ πριν από τον πόλεμο, υπήρξε επιφυλακτικός ως επικριτικός απέναντι στα ριζοσπαστικά κινήματα που αναδύθηκαν στον Πρώτο και στον Τρίτο Κόσμο, κυρίως κατά τη δεκαετία του’60.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσε ο αναγνώστης αυτών των γραμμών να αναρωτηθεί: «από πού και ως πού ένα αριστερό διεθνιστικό περιοδικό προβάλλει το έργο ενός αστού, επομένως αντιδραστικού διανοούμενου;». Η απάντησή μου είναι ότι πολύ περισσότερο από την πολιτική στάση του συγγραφέα, σημασία έχει ο τρόπος που προσεγγίζει το αντικείμενό του και το κατά πόσον ο λόγος του μας παρέχει ερεθίσματα για σκέψη. Αντιδραστικές πολιτικές πεποιθήσεις είχαν επίσης ο Ηράκλειτος και ο Πλάτωνας, που στήριζαν την αριστοκρατία, καθώς και ο Χέγκελ, που εξύμνησε το απολυταρχικό πρωσικό κράτος (καλά έκανε ο Πόππερ που τον χαρακτήρισε πουλημένο και αγύρτη, όπως θα δούμε παρακάτω). Όμως η σκέψη αυτών των διανοητών λειτούργησε ως πηγή έμπνευσης για τον Μαρξ και για το μετέπειτα αριστερό κίνημα.
Και έχω την αίσθηση ότι και ο Πόππερ έχει να μας πει κάτι, σε αυτό το ογκώδες δίτομο έργο, που μεταξύ των άλλων μιλάει για τις φυλετικές αρχαϊκές κοινωνίες, για την αθηναϊκή δημοκρατία, για τον Ηράκλειτο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Ιησού Χριστό, τον Καντ, τον Χέγκελ και τον Μαρξ, για τον πελοποννησιακό πόλεμο και για την επιστημονική σκέψη. Είναι αδύνατο να αναφερθούμε εκτενώς σε όλα αυτά τα ενδιαφέροντα ζητήματα στα πλαίσια αυτής της παρουσίασης, που αναγκαστικά θα πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος. Μπορούμε όμως να αναδείξουμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά της ποππεριανής σκέψης και να τα θέσουμε σε συζήτηση, όπως και θα επιχειρήσουμε στο παρόν άρθρο.

Η «κλειστή» και η «ανοιχτή» κοινωνία

Σύμφωνα με τον Πόππερ, μέχρι τον 6ο π.χ. αιώνα η κοινωνική οργάνωση στον ελλαδικό χώρο ήταν «φυλετικού» τύπου, με την έννοια ότι η κάθε κοινότητα ήταν πληθυσμιακά ομογενής, ως αποτέλεσμα σχέσεων που ανάγονταν σε μια κοινή καταγωγή (γένος). Την εξουσία την είχε μια αριστοκρατία γαιοκτημόνων, συχνά με ηγέτη έναν «πατριάρχη» της φυλής. Η κοινωνική ζωή ορίζονταν από κανόνες που δεν αμφισβητούνταν και δεν άλλαζαν, εξασφαλίζοντας έτσι ένα σταθερό status quo στην κοινότητα και ίσως ένα αίσθημα ασφάλειας στα μέλη της, καθώς για κάθε έναν ήταν σαφές το ποιά πορεία θα ακολουθούσε στη ζωή του. Κατά τον Πόππερ μια τέτοια κοινωνία είναι «κλειστή», με την έννοια ότ ιη πορεία της προδιαγράφεται από δεδομένους συσχετισμούς δύναμης που πολύ δύσκολα αλλάζουν και γι’αυτό στη συνείδηση των ανθρώπων είναι αιώνιοι και εμφανίζονται ως φυσικοί νόμοι.
Γύρω στον 6ο αιώνα, εμφανίζονται οι πόλεις-κράτη με τον αυξημένο πληθυσμό, με τη ναυτιλία, το εμπόριο και τη μεταποίηση να αναπτύσσονται, δημιουργώντας έτσι νέα εύπορα κοινωνικά στρώματα με τα δικά τους συμφέροντα και αξιώσεις για συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που αφορούν την κοινότητα. Σε αυτό το σημείο εμφανίζονται οι δημοκρατικοί θεσμοί, με τυπικό παράδειγμα την αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου αιώνα, που συζητήθηκε πολύ από τους ιστορικούς, καθώς και από τον ίδιο το συγγραφέα. Για τον Πόππερ η αθηναϊκή δημοκρατία είναι ένα πρώτο δείγμα «ανοιχτής» κοινωνίας, η πορεία της οποίας διαμορφώνεται από το διάλογο, την ανταλλαγή απόψεων και τον έλεγχο των κυβερνώντων από τους κυβερνώμενους. Είναι η ίδια η ανθρώπινη κοινότητα στο σύνολό της (εκτός από τους δούλους φυσικά) που αποφασίζει για το μέλλον της, σε αντίθεση με την κλειστή κοινωνία των λίγων αρχόντων, που ελέω θεού, ή στο όνομα κάποιων αξιών που θεωρούνται δεδομένες και αδιαμφισβήτητες, αποφασίζουν για την τύχη των πολλών και για τη διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων.
Ο Πόππερ βλέπει την ανάδυση της ανοιχτής κοινωνίας ως μια μείζονα ιστορική αλλαγή που ακόμα και στις μέρες μας βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς συναντάει κανείς κράτη με παγιωμένους δημοκρατικούς θεσμούς που σε μεγάλο βαθμό έχουν χαρακτηριστικά ανοιχτής κοινωνίας και δικτατορίες που περιφρονούν στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Και αυτό δείχνει ότι η ανοιχτή κοινωνία εξακολουθεί να έχει τους εχθρούς της, οι οποίοι επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν το αίσθημα ανασφάλειας που διακατέχει μεγάλες μερίδες του πληθυσμού σε συνθήκες κοινωνικής ρευστότητας και να αρπάξουν την εξουσία στο όνομα της ησυχίας, της τάξης και της ασφάλειας.
Ο Σαββόπουλος στον «Μπάλο» μιλάει για «μια ελευθερία ζόρικια». Η ελευθερία του να ορίζει κανείς τη ζωή του με βάση τις δικές του επιλογές, ή με βάση συλλογικές αποφάσεις που παίρνονται με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων, δεν εγγυάται το βέλτιστο αποτέλεσμα και μπορεί κανείς να μείνει με την αμφιβολία ή με την αγωνία για το κατά πόσον ακολουθεί το «σωστό δρόμο». Και σε αυτό το σημείο έγγειται η γοητεία του ολοκληρωτισμού, η γοητεία της κλειστής κοινωνίας, οι απολογητές της οποίας ευαγγελίζονται την αρμονία στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και τη συλλογική πορεία με βάση την καθοδήγηση κάποιων «αρίστων», που φέρονται να γνωρίζουν τους νόμους εξέλιξης της ανθρώπινης κοινότητας, ή αλλιώς το «ιστορικό της πεπρωμένο», και γι’αυτό είναι οι αρμόδιοι να κυβερνήσουν και να αποφασίσουν.
Με βάση αυτή τη λογική ο Πλάτωνας, δια στόματος Σωκράτη, ισχυρίζεται: «Αν οι φιλόσοφοι δεν γίνουν βασιλείς μέσα στις πόλεις ή αν αυτοί που σήμερα ονομάζονται βασιλείς και ολιγαρχικοί δεν αποβούν γνήσιοι και ολοκληρωμένοι φιλόσοφοι και αν αυτά τα δυό, η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία, δεν συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο - αν αυτό δεν συμβεί αγαπητέ μου Γλαύκων, δεν θα πάψουν τα δεινά να πλήττουν τις πόλεις, ούτε, πιστεύω, το ανθρώπινο γένος». Βασιλέα φιλόσοφο λοιπόν, ή φιλόσοφο βασιλέα θέλει ο Πλάτωνας για την ιδανική κλειστή πολιτεία του. Και ιδού τώρα ο αντίλογος από κάποιον που η σκέψη του κινείται προς την κατεύθυνση της ανοιχτής κοινωνίας: «Ότι οι βασιλείς θα έπρεπε να γίνουν φιλόσοφοι, ή οι φιλόσοφοι βασιλείς, δεν είναι πιθανό να συμβεί ούτε θα ήταν επιθυμητό, αφού η κατοχή δύναμης πάντα υποβαθμίζει την ελεύθερη κρίση του λογικού» (Καντ). Μάλιστα σύμφωνα με την ποππεριανή αντίληψη περί ανοιχτής κοινωνίας, το ζήτημα δεν είναι τόσο το ποιός θα μας κυβερνήσει αλλά πώς ως πολίτες μπορούμε να ελέγξουμε τους κυβερνώντες.
Την πίστη περί ιστορικών νομοτελειών και πεπρωμένων που καθορίζουν την πορεία μιας ανθρώπινης κοινότητας, η οποία πίστη αποτελεί θεμέλιο λίθο της σκέψης των απολογητών της κάθε είδους κλειστής κοινωνίας, ο Πόππερ την αποκαλεί «ιστορικισμό» και την απορρίπτει, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω.

Ο ιστορικισμός και η απόρριψή του από τον Πόππερ

Είναι λογικό να δεχτούμε ότι ένας φυσικός νόμος, όπως ο νόμος της βαρύτητας, υπάρχει και λειτουργεί ανεξάρτητα από την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα. Αυτό σημαίνει ότι νόμος της βαρύτητας υπήρχε δισεκατομμύρια χρόνια πριν εμφανιστεί το ανθρώπινο είδος και θα εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα και μετά την εξαφάνισή του. Μπορούμε όμως άραγε να πούμε, με την ίδια σιγουριά, ότι υπάρχουν νόμοι λειτουργίας μιας κοινωνίας και ιστορικής εξέλιξης ανεξάρτητα από τον άνθρωπο; Κάτι τέτοιο θα ηχούσε κάπως παράλογο, αφού στο κάτω κάτω ο άνθρωπος είναι αυτός που συγκροτεί την κοινωνία, που δημιουργεί την ιστορία και που μπορεί υπό προϋποθέσεις να αλλάξει και τους νόμους. Μπορούμε να δεχτούμε ότι οι νόμοι μιας κοινωνίας μπορούν να λειτουργήσουν ακόμα και ενάντια στη θέληση του ατόμου ή και της κοινωνικής ομάδας, όχι όμως και το ότι είναι οντολογικά ανεξάρτητοι από τον ανθρώπινο παράγοντα.
Τέτοιες σκέψεις εγώ τις βρίσκω εύλογες και αποδεκτές και υποθέτω πως τις συμμερίζονται πολλοί άλλοι. Πριν όμως από δυόμισυ χιλιάδες χρόνια οι νοοτροπίες ήταν πολύ διαφορετικές, όπως επισημαίνει ο Πόππερ. Στις κλειστές κοινωνίες, όπου υπήρχαν παγιωμένοι συσχετισμοί δύναμης, οι κανονιστικές αρχές (για να χρησιμοποιήσουμε ποππεριανή ορολογία) ήταν τόσο ισχυρές που έδιναν την εντύπωση ότι έχουν υπόσταση και ισχύ φυσικού νόμου.
Η αντίληψη αυτή περί «φυσικότητας» των κανονιστικών αρχών και των νόμων λειτουργίας μιας κοινωνίας διατυπώθηκε σε φιλοσοφικό επίπεδο από τον Ηράκλειτο, ο οποίος ερμήνευσε τις κοινωνικές αναστατώσεις της εποχής του ως αποτέλεσμα ιστορικών νομοτελειών που υπάρχουν αφεαυτές και ορίζουν την ανθρώπινη μοίρα. Την αντίληψη αυτή υιοθετεί και ο Πλάτων, καθώς βλέπει την ανθρώπινη κοινωνία να ακολουθεί μια πορεία φθοράς και παρακμής ως αποτέλεσμα μιας φυσικής και ιστορικής νομοτέλειας. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι στην πλατωνική σκέψη αυτή η πορεία παρακμής υλοποιείται μέσω των αντιμαχόμενων ταξικών συμφερόντων που εκδηλώνονται μέσα στο κοινωνικό σώμα. Με αυτήν την έννοια, η πλατωνική ερμηνεία της κοινωνικής παρακμής εμπεριέχει μια κοινωνιολογική-ταξική διάσταση, που αργότερα θα την ξαναδούμε στον Μαρξ, σε άλλη μορφή. Την ιδεώδη πολιτεία του, ο Πλάτων τη βλέπει ως προϊόν μιας κίνησης για αναχαίτιση αυτής της φθοράς και επανόδου σε ένα απώτερο παρελθόν κοινωνικής αρμονίας και σταθερότητας. Για τον Πλάτωνα η αλλαγή παράγει φθορά και παρακμή, γι’αυτό και οι θεσμοί και οι συσχετισμοί δύναμης σε μια ιδανική πολιτεία θα πρέπει να είναι σταθεροί και να διαωνίζονται. Επομένως, ο Πλάτων μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ιστορικιστής», καθώς βλέπει την κοινωνική αλλαγή (κατουσίαν παρακμή) ως αποτέλεσμα ιστορικών νομοτελειών που υλοποιούνται στο κοινωνικό επίπεδο μέσω ταξικών αντιθέσεων.
Ο Αριστοτέλης αντιστρέφει το βέλος της κοινωνικής εξέλιξης και έχει μια πιο αισιόδοξη οπτική, καθώς ισχυρίζεται ότι ως αποτέλεσμα των ιστορικών νομοτελειών η ανθρώπινη κοινωνία μπορεί να εξελιχθεί προς το καλύτερο, βαδίζοντας προς ένα «τέλος» (σκοπό), το οποίο αποτελεί και τη βαθύτερη «ουσία» της. Σύμφωνα με τον Πόππερ, τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης είναι «ουσιοκράτες», με την έννοια ότι αναζητούν τη βαθύτερη φύση (ουσία) των πραγμάτων, που καθορίζει και τη λειτουργία τους. Η ουσία αυτή βρίσκεται στον κόσμο των ιδεών κατά τον Πλάτωνα και μέσα στο ίδιο το πράγμα κατά τον Αριστοτέλη. Όμως η εμμονή και των δυο να θέτουν σε πρώτη προτεραιότητα τον προσδιορισμό της ουσίας τους φέρνει στην άλλη όχθη από αυτήν που βρίσκεται η σύγχρονη επιστήμη, που, σύμφωνα με την ποππεριανή ορολογία, έχει μια «νομιναλιστική» προσέγγιση πάνω στα αντικείμενα έρευνάς της, δηλαδή μια προσέγγιση που επικεντρώνεται στο πώς λειτουργεί το αντικείμενο και όχι ποια είναι η ουσία του, αν αυτή υπάρχει. Ο Πόππερ επικροτεί αυτόν το νομιναλισμό, ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μαρκούζε στον «Μονοδιάστατο Άνθρωπο» επιτίθεται στη σύγχρονη επιστημονική μέθοδο και της καταλογίζει ότι «πραγμοποιεί» τη φύση και την αποστερεί από μη μετρήσιμες και ποσοτικά προσδιορίσιμες ποιότητες.
Αισιόδοξος ιστορικιστής είναι και ο Χέγκελ, που βλέπει την ιστορία ως τον τόπο εκδήλωσης του Λόγου που εξελίσσεται διαλεκτικά προς την αυτοπραγμάτωσή του μέσα στον κόσμο. Ο Χέγκελ κρίνει καλό να εκθειάσει το αυταρχικό πρωσικό κράτος, χαρακτηρίζοντάς το ως ενσάρκωση του Λόγου και επομένως ως την ανώτερη μορφή πολιτεύματος που υπήρξε στην ιστορία. Χωρίς αμφιβολία αυτή η ευμενής στάση του φιλοσόφου απέναντι στο καθεστώς τον βοήθησε στην ακαδημαϊκή του καριέρα και στο να αναδειχθεί σε κορυφαία φυσιογνωμία της πνευματικής ζωής εκείνης της εποχής. Ίσως λοιπόν ο Πόππερ να έχει δίκιο όταν του καταλογίζει ότι «ξεπουλήθηκε» στο καθεστώς προς ίδιον όφελος. Του καταλογίζει επίσης πνευματική «αγυρτεία» καθώς ο εγελιανός λόγος είναι εξαιρετικά στριφνός, εξεζητημένος και ώρες ώρες φαίνεται να στερείται νοήματος. Το παρακάτω σπαρταριστό απόσπασμα που σταχυολογεί ο Πόππερ είναι ενδεικτικό των λεκτικών ακροβατισμών και, ας τολμήσουμε να το πούμε, της «μπουρδολογίας» που διακρίνει μέρος του έργου του Χέγκελ: «Ήχος είναι η αλλαγή στην ειδική κατάσταση διαχωρισμού των υλικών μερών και στην άρνηση αυτής της κατάστασης. Απλά μια αφηρημένη ή μια ιδεατή ιδεατότητα, σαν να πούμε, αυτού του ειδικού. Αλλά αυτή η αλλαγή, έτσι, συνιστά η ίδια, άμεσα, την άρνηση του υλικού ειδικού υφίστασθαι. Που γι’αυτό είναι πραγματική ιδεατότητα της ειδικής βαρύτητας και συνοχής, δηλαδή θερμότητα».
Αρκετά νομίζω. Ως καθηγητής φυσικός, αν είχα να βαθμολογήσω ένα τέτοιο γραπτό θα το μηδένιζα. Όμως ο Χέγκελ έτυχε μιας ιδιαίτερα ευμενούς αντιμετώπισης τόσο από τους συγχρόνους του, όσο και από μεταγενέστερους διανοητές. Και το στοιχείο που νομίζω πως γοήτευσε τόσους πολλούς είναι η θέση του πως η κατεστημένη πραγματικότητα δεν είναι αιώνια και αδιατάρακτη, όπως θα ήθελαν οι εκάστοτε κρατούντες, αλλά μεταβάλλεται στη βάση ιστορικών νομοτελειών που υλοποιούνται μέσω αντιθέσεων που ξεδιπλώνονται μέσα στο κοινωνικό σώμα. Ο Χέγκελ έβλεπε την πάλη μεταξύ των εθνών και τους πολέμους ως το γενεσιουργό παράγοντα των ιστορικών αλλαγών. Και αυτή ειδικά η αντίληψη πέρασε στο φασισμό και στο ναζισμό. Ο Μαρξ, που ήταν μαθητής του Χέγκελ, αντί για την πάλη των εθνών είδε την πάλη των κοινωνικών τάξεων ως την κινητήρια δύναμη της ιστορίας.
Και ο Μαρξ ήταν ιστορικιστής. Σε αντίθεση όμως με το δάσκαλό του έβλεπε την ιστορική νομοτέλεια να είναι στοιχείο της ίδιας της υλικής πραγματικότητας. Αντί για τον εξελισσόμενο Λόγο (ή το Απόλυτο Πνεύμα), έβλεπε τον άνθρωπο που στην προσπάθειά του να βελτιώσει τους υλικούς όρους διαβίωσής του ανακαλύπτει τεχνολογίες, δημιουργεί πολιτισμούς και, ως κοινωνικό ον με ταξικά συμφέροντα, συγκρούεται με άλλες κονωνικές τάξεις, επαναστατεί και αλλάζει το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης (σχέσεις παραγωγής).
Ο Πόππερ αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Μαρξ έναν οξυδερκή στοχαστή της κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία ζούσε. Αναγνωρίζει επίσης τη σπουδαιότητα των οικονομικών συμφερόντων στα κοινωνικά και ιστορικά τεκταινόμενα. Αυτό που δεν αναγνωρίζει είναι η ισχύς της πρόβλεψης του Μαρξ ότι ο κόσμος οδεύει στον κομμουνισμό, ως αποτέλεσμα ιστορικών νομοτελειών (το γνωστό μοντέλο των αναπτυσσόμενων παραγωγικών δυνάμεων που προκαλούν την επανάσταση, ανατρέποντας τις δοσμένες παραγωγικές σχέσεις και αντικαθιστώντας τις με νέες τέτοιες που ανταποκρίνονται στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων). Για τον Πόππερ δεν υπάρχει καμμιά ιστορική νομοτέλεια, ούτε η ιστορία έχει κάποιο νόημα. Και στην ανοιχτή κοινωνία οι άνθρωποι, στο βαθμό που συνειδητοποιούν αυτήν την έλλειψη ιστορικού νοήματος, προσπαθούν να βελτιώσουν τη ζωή τους μεταρρυθμίζοντας τους συγκεκριμένους εκείνους θεσμούς και τρόπους δουλειάς στους οποίους εντοπίζουν προβλήματα. Η κομμουνιστική κοινωνία μπορεί να υλοποιηθεί κάποια στιγμή στο μέλλον, μπορεί και να μην υλοποιηθεί. Κανένας δεν είναι προφήτης. Το σημαντικό είναι να βελτιώνουμε τη ζωή μας αναζητώντας συγκεκριμένες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα που μας απασχολούν. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα της «βήμα προς βήμα κοινωνικής μηχανικής», στην οποία αναφερόμαστε εκτενέστερα αμέσως παρακάτω.
Παρεπιμπτόντως, να αναφέρουμε ότι ο Πόππερ απορρίπτει και το Νόμο της Αξίας, που αποτελεί το θεμελιώδη λίθο της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας. Στη θέση του Μαρξ ότι η τιμή του εμπορεύματος καθορίζεται από την εργατική δύναμη που δαπανήθηκε για την παραγωγή του, ο Πόππερ διακρίνει μια «ουσιοκρατική» προσέγγιση, που δεν βοηθάει στην κατανόηση της οικονομικής πραγματικότητας, μιας και είναι ο νόμος προσφοράς και ζήτησης αυτός που εμφανώς θα διαμορφώσει τις τιμές.

Η βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική

Όταν είμαστε μαθητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είχαμε συναντήσει πρωτοβάθμιες εξισώσεις της μορφής: ax+b=0 και δευτεροβάθμιες εξισώσεις με τριώνυμα της μορφής: ax2+bx+c=0. Είχαμε μάθει να επιλύουμε αυτές τις εξισώσεις ως προς x, με βάση αλγεβρικούς τύπους που έδιναν την «ακριβή» όπως λέμε στα μαθηματικά λύση, στην οποία εμφανίζονται οι παράμετροι a, b, c.
Τα πράγματα όμως δυσκολεύουν όταν αντί για το τριώνυμο έχει κανείς να επιλύσει εξίσωση της μορφής: ax2+b.ex+c=0. Εδώ δεν είναι γνωστή η ακριβής λύση με βάση κάποιον αλγεβρικό τύπο και αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα αδυναμίας εύρεσης ακριβούς λύσης. Πιο πολλές είναι οι εξισώσεις που δεν επιλύονται με βάση κάποιον γνωστό αλγεβρικό τύπο, παρά αυτές που επιλύονται.
Από τον 17ο αιώνα, ο Νεύτων είχε επιχειρήσει να λύσει προσεγγιστικά (ή αλλιώς αριθμητικά) εξισώσεις για τις οποίες δεν είναι γνωστή η ακριβής λύση. Η διαδικασία που ακολουθούσε ήταν η παρακάτω: ξεκινούσε με μια υποθετική αρχική λύση x0, η οποία αν μηδένιζε το αριστερό μέλος της εξίσωσης (ή του έδινε μια τιμή πολύ κοντά στο μηδέν), τότε το x0 ήταν όντως η λύση της εξίσωσης. Αν αυτό δεν ίσχυε, τότε με βάση έναν μαθηματικό τύπο που είχε επινοήσει υπολόγιζε μια διορθωτική ποσότητα δx0 και μέσω αυτής δοκίμαζε μια νέα λύση x1=x0+δx0. Η διαδικασία αυτή συνεχιζόταν μέχρις ότου βρεθεί μια ποσότητα xi, που να μηδενίζει (σχεδόν) το αριστερό μέλος της εξίσωσης. Η μέθοδος του Νεύτωνα εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία μεθόδων επίλυσης προβλημάτων με «διαδικασία δοκιμής-σφάλματος», που μπορούν να αυτοματοποιηθούν και γι’αυτό τη σημερινή εποχή είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς, λόγω της εξάπλωσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η διαδικασία δοκιμής-σφάλματος δεν περιορίζεται μόνο στην επίλυση εξισώσεων με μια μεταβλητή, αλλά και σε πιο σύνθετα προβλήματα, όπως ο προσδιορισμός του επικέντρου ενός σεισμού, για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Η αριθμητική λύση που προκύπτει, δεν είναι «ακριβώς» η λύση του προβλήματος, όμως η πρώτη προσεγγίζει τη δεύτερη σε μεγάλο (και επομένως ικανοποιητικό) βαθμό.
Από τη δεκαετία του’30 ο Πόππερ, που είχε μια ισχυρή μαθηματική παιδεία, πρότεινε ένα σχέδιο εξέλιξης των επιστημονικών θεωριών με βάση μια διαδικασία δοκιμής-σφάλματος. Το ερμηνευτικό σχήμα παρουσιάζεται σχηματικά ως ακολούθως:

...Πi -- ΔΘi -- ΑΣ -- Πi+1...

Το νόημα του παραπάνω σχήματος είναι το εξής: η επιστημονική έρευνα επιχειρεί να επιλύσει κάποια προβλήματα Πi, προτείνοντας μια δοκιμαστική επιστημονική θεωρία ΔΘi. Η ΔΘi υφίσταται τη βάσανο του πειραματικού ελέγχου, κατά τον οποίο εντοπίζονται σφάλματα στις θεωρητικές προβλέψεις, που θα πρέπει να απαλειφθούν, οπότε η έρευνα βρίσκεται στη φάση της απαλειφής σφαλμάτων, ΑΣ. Κατά την ΑΣ εντοπίζονται επίσης αδυναμίες στην ίδια τη δομή της ΔΘi και τίθενται προς επίλυση νέα προβλήματα Πi+1, για τα οποία θα προταθεί μια νέα δοκιμαστική θεωρία ΔΘi+1 κ.ο.κ.
Προτείνοντας αυτό το σχήμα, ο Πόππερ υποστηρίζει ότι υπάρχει μια συνέχεια στις επιστημονικές θεωρίες, με την έννοια ότι η κάθε μία διαδέχεται την προηγούμενη μέσω πειραματικού ελέγχου. Πιστεύει επίσης ότι έχει νόημα να μιλάει κανείς για «πρόοδο» στην επιστημονική έρευνα, καθώς η νέα θεωρία είναι απαλλαγμένη από αδυναμίες της παλιάς, οπότε αποτελεί μια καλύτερη προσέγγιση της αλήθειας. Το ερμηνευτικό σχήμα του Πόππερ, που ονομάζεται «κριτικός ορθολογισμός», έχει συναντήσει την ενθουσιώδη υποδοχή μεγάλου μέρους της επιστημονικής κοινότητας, έχει δεχτεί όμως και κριτικές από το χώρο της αναρχικής επιστημολογίας, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Φεγιεράμπεντ, στις οποίες δεν είναι της ώρας να αναφερθούμε.
Τη συνέχεια αυτών των συλλογισμών, μπορεί κανείς να τη διαισθανθεί. Αν η διαδικασία δοκιμής-σφάλματος αποδίδει στην επίλυση επιστημονικών-τεχνικών προβλημάτων και αν δίνει ένα ικανοποιητικό (τρόπος του λέγειν) ερμηνευτικό σχήμα της εξέλιξης της επιστημονικής σκέψης, γιατί να μην εφαρμοστεί και στο κοινωνικό πεδίο, και πιο συγκεκριμένα στην εξέλιξη μιας ανοιχτής κοινωνίας;
Για τη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων στο κοινωνικό πεδίο, είτε αυτά είναι η ανεργία, είτε το κοινωνικά άδικο φορολογικό σύστημα, είτε η μόλυνση του περιβάλλοντος, ο Πόππερ εισάγει την έννοια της «βήμα προς βήμα κοινωνικής μηχανικής». Ένας πολιτικός που επιδιώκει να δώσει απτές και πρακτικές λύσεις σε προβλήματα που απασχολούν το κοινωνικό σώμα είναι κοινωνικός μηχανικός, με την έννοια ότι δεν ενδιαφέρεται τόσο για τις απώτερες αιτίες της κατάστασης που αντιμετωπίζει ή για τη «φύση» των κοινωνικών φαινομένων, αλλά για το πώς και με ποιόν τρόπο μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση. Και, πάντα κατά τον Πόππερ, η κοινωνική μηχανική καλό είναι να ασκείται βήμα προς βήμα, δηλαδή να εντοπίζονται συγκεκριμένα προβλήματα και να δοκιμάζονται πρακτικές λύσεις, καθότι όποιος δοκιμάσει να υλοποιήσει εδώ και τώρα την ουτοπία, σαν να λέμε να ανακηρύξει την σοσιαλιστική δημοκρατία και να προχωρήσει άμεσα στον σοσιαλιστικό μεταχηματισμό, το πιθανότερο είναι ότι θα τα κάνει στάχτη και μπούρμπερη και θα προξενήσει περισσότερα και οξύτερα προβλήματα από αυτά που πάει να λύσει.
Ένα άλλο πλεονέκτημα που βλέπει ο Πόππερ στη βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική είναι ότι για την επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος μπορούν να εξασφαλιστούν ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις, στο βαθμό που η προτεινόμενη λύση είναι πειστική για τους πολλούς. Επομένως η βελτίωση της κοινωνικής κατάστασης μπορεί να γίνει χωρίς ταξικές αντιπαραθέσεις και βίαιες συγκρούσεις, αλλά με προσεκτικά βήματα που τυγχάνουν ευρείας κοινωνικής στήριξης.
Είναι σαφές ότι η ποππεριανή κοινωνική μηχανική βρίσκεται στον αντίποδα της πολιτικής σκέψης της ριζοσπαστικής αριστεράς, που εκτιμάει πως η κυρίαρχη τάξη δεν είναι διατεθειμένη να κάνει παραχωρήσεις σε ζητήματα ζωτικού γι’αυτήν συμφέροντος, οπότε κάποια στιγμή η πρακτική της βήμα προς βήμα κοινωνικής μηχανικής θα βρεθεί σε αδιέξοδο και θα ανακύψει το ζήτημα της επανάστασης. Από την άλλη πλευρά, η σκέψη του Πόππερ είναι σαφώς κοντά σε αυτήν της σοσιαλδημοκρατίας. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί ότι μέσα στις σελίδες της «ανοικτής κοινωνίας», που υπενθυμίζουμε πως γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του’40, ο Πόππερ μιλάει κάποια στιγμή επαινετικά για την οικονομική πολιτική των Σουηδών σοσιαλδημοκρατών που τότε ακόμα πρωτοδοκίμαζαν αυτό που αργότερα ονομάστηκε «σουηδικό μοντέλο».
Πάντως ο Πόππερ, παρόλο που δεν πιστεύει στην ουτοπία και υπεραμύνεται του αστικού κράτους, δεν την απορρίπτει τελεσίδικα. Απεναντίας επισημαίνει ότι ο πολιτικός μπορεί, αν το κρίνει σκόπιμο, να έχει στο μυαλό του την κομμουνιστική ουτοπία και να δοκιμάζει εδώ και τώρα λύσεις που παραπέμπουν σε αυτήν. Ένας αστός πολιτικός για παράδειγμα μπορεί να προκρίνει την προώθηση της πυρηνικής ενέργειας για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, που ίσως να λύνει το ενεργειακό πρόβλημα (εδώ βέβαια έχουν διατυπωθεί ενστάσεις) και να εξασφαλίζει κέρδη στο μεγάλο κεφάλαιο που θα δραστηριοποιηθεί στον τομέα της ενεργειακής τεχνολογίας. Απεναντίας ένας πολιτικός με αριστερές πεποιθήσεις μπορεί να προωθήσει τη λύση της αιολικής ενέργειας που να παράγεται από φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, σε τρόπο ώστε ο δημότης να έχει το ηλεκτρικό ρεύμα που χρειάζεται, πληρώνοντάς το σε μια τιμή που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της δημοτικής επιχείρησης χωρίς να καρπώνεται υπερκέρδη κανένας επιτήδειος. Ένα τέτοιο μέτρο από μόνο του δεν είναι σοσιαλισμός, έχει όμως μια αριστερή χροιά που προοπτικά παραπέμπει σε κάποιον ευρύτερο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, που μπορεί ίσως να πραγματοποιηθεί στο μέλλον, μετά από πολλά δοκιμαστικά βήματα κοινωνικής μηχανικής.

Συμπεράσματα-συζήτηση

Έχοντας παρουσιάσει τον προβληματισμό που αναπτύσσει ο Πόππερ στην «ανοιχτή κοινωνία», συνοψίζω τις βασικές του θέσεις, διατυπώνοντας συγχρόνως και κάποια σχόλια.
Ο Πόππερ απορρίπτει κάθε ιδέα περί ιστορικής νομοτέλειας στην κοινωνική εξέλιξη. Με αυτή του τη θέση, βρίσκεται σαφώς στον αντίποδα «μηχανιστικών» προσλήψεων της μαρξιστικής σκέψης, που επικεντρώνονται στους «σιδερένιους νόμους της ιστορίας» με βάση τους οποίους εξελίσσεται η κοινωνία και που «αναπόφευκτα» οδηγείται προς την κομμουνιστική ουτοπία. Όμως, μετά από τις τόσες εμπειρίες που αποκόμισε το αριστερό κίνημα κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, πόσοι άραγε να είναι οι αριστεροί που εξακολουθούν να πιστεύουν στις ιστορικές νομοτέλειες; Αυτό που έχω αντιληφθεί είναι ότι τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια, και ίσως και από πιο πριν, μέσα στον κόσμο της Αριστεράς κερδίζει έδαφος μια πιο υποκειμενική θεώρηση, που επικεντρώνεται στην πάλη των τάξεων ή, ακόμα πιο πρόσφατα, στη δράση του «πλήθους» για να εξηγήσει τη δυναμική της κοινωνικής εξέλιξης, αποφεύγοντας τις συγκεκριμένες προβλέψεις για το μέλλον. Μήπως λοιπόν γίναμε εν μέρει «ποππεριανοί» χωρίς αναγκαστικά να έχουμε διαβάσει Πόππερ;
Ο Πόππερ, ως αστός διανοητής που πήρε μια και καλή την απόφαση να ξεκόψει από το αριστερό κίνημα, τείνει να απορρίψει τη χρησιμότητα της ταξικής ανάλυσης στη μελέτη κοινωνικών διεργασιών, αναγνωρίζοντας όμως τη σημασία του οικονομικού παράγοντα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτή η κάπως διφορούμενη στάση του απέναντι στις προσεγγίσεις με όρους ταξικής ανάλυσης, δεν φαίνεται να υπαγορεύεται από ισχυρά επιχειρήματα περί ανεπάρκειας της έννοιας της πάλης των τάξεων ως μεθοδολογικού εργαλείου. Είναι περισσότερο μια πολιτική επιλογή που εδράζεται στο φόβο ότι η εμμονή της Αριστεράς στην ταξική πάλη μπορεί να οδηγήσει σε πόλωση, πολιτικές εντάσεις και αιματηρές αντιπαραθέσεις, ή ακόμα και σε μια επαναστατική ανατροπή, την οποία απεύχεται.
Για τον Πόππερ, η επανάσταση σημαίνει αίμα, οδύνες και κοινωνικά προβλήματα οξύτερα από αυτά που υποτίθεται πως επιχειρεί να επιλύσει. Χίλιες φορές προτιμότερη η βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική. Ωστόσο διευκρινίζει πως ο λαός νομιμοποιείται να επαναστατήσει ενάντια σε μια δικτατορία που παραβιάζει στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες. Μια τέτοια θέση θα τη συμμερίζονταν πολύς κόσμος που πρόσκειται στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Αυτό που θα αντέτεινα, και που έχει ειπωθεί από διάφορους στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, είναι ότι η ίδια άρχουσα τάξη που είναι διατεθειμένη να σεβαστεί τη δημοκρατική νομιμότητα στο βαθμό που ελέγχει την κατάσταση, μπορεί να αλλάξει στάση και να επιχειρήσει κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών, αν βρεθεί απέναντι σε ένα πλειοψηφικό και ειρηνικό μεν, αλλά συνάμα ριζοσπαστικό κίνημα που θα απειλήσει τα ζωτικά της συμφέροντα. Αυτό έδειξε η εμπειρία της Χιλής, το 1973. Κατά συνέπεια, η επαναστατική λύση δεν μπορεί να απορριφθεί τελεσίδικα, στο όνομα της δημοκρατίας και του διαλόγου. Έστω κι’έτσι όμως, ακόμα και όταν οι συνθήκες επιβάλλουν και ευνοούν την «έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα», την επαύριο της επανάστασης ο κόσμος και οι κυβερνώντες θα βρουν μπροστά τους την ανάγκη για μια βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική, προκειμένου να δώσουν λύση στα σοβαρά και επείγοντα προβλήματα που θα έχουν ανακύψει.
Είδαμε ότι ο Πόππερ απορρίπτει το νόμο της αξίας, χαρακτηρίζοντάς τον ως ουσιοκρατικό. Με αυτή του τη στάση ακολουθεί την παράδοση των αστών οικονομολόγων που, από το τέλος του 19ου αιώνα και μετά, έχοντας ενοχληθεί σφόδρα από τη μαρξιστική έννοια της υπεραξίας και τις πολιτικές της συνέπειες, απέρριψαν ακόμα και τον αστό Ρικάρντο που είχε πρωτοδιατυπώσει το νόμο της αξίας και επικεντρώθηκαν στην κυκλοφορία του εμπορεύματος (προσφορά και ζήτηση). Η αλήθεια όμως είναι ότι και ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς έχει απορρίψει ρητά ή άρρητα αυτόν το θεμελιώδη νόμο της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας, διότι δεν του βρίσκει κάποια λειτουργική χρησιμότητα. Η γνώμη μου, ως ερασιτέχνη περί τα οικονομικά, είναι ότι ο νόμος της αξίας δεν έχει καμμια χρησιμότητα στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, σοσιαλιστικής ή μη, εξυπηρετεί όμως στην ερμηνεία ιδιαίτερα σημαντικών κοινωνικών και οικονομικών καταστάσεων. Με άλλα λόγια, ο νόμος της αξίας δεν σε βοηθάει στο να υπολογίσεις πόσο θα πουληθούν τα ραδίκια στη λαϊκή αγορά, είναι όμως ένα χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο για να ερμηνεύσει κανείς το πώς γίνονται οι οικονομικές κρίσεις ή γιατί υπάρχει ανισότητα στο βιωτικό επίπεδο μεταξύ Βορρά και Νότου.
Να κλείσουμε τώρα με έναν καλό λόγο για την «ανοιχτή κοινωνία» και το συγγραφέα της. Στο βιβλίο αυτό, που το συνιστώ θερμά ως ανάγνωσμα, ο Πόππερ αναδεικνύει μια ευρεία παιδεία που του επιτρέπει να διαπραγματεύεται διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα όπως η ιστορία, η κοινωνιολογία, η επιστημολογία, η μαθηματική λογική, η φιλοσοφία και τα οικονομικά, ακόμα και να μελετάει στο πρωτότυπο την αρχαία ελληνική γραμματεία. Γνωρίζουμε πολλούς διανοητές σήμερα με τέτοια ευρύτητα γνώσεων και ενδιαφερόντων;


Γιώργος Σκιάνης.

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

Ένα κείμενο για τις προοπτικές των ΗΠΑ απέναντι στην οικονομική κρίση

ΟΙ ΗΠΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Οι διεθνείς σχέσεις των τελευταίων εξήντα ετών θεμελιώθηκαν πάνω στην πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, ως ηγετικής οικονομικής και πολιτικο-στρατιωτικής δύναμης. Η ηγεμονία αυτή δεν υπήρξε ούτε αδιαμφισβήτητη ούτε ακλόνητη. Τις πρώτες τέσσερεις μεταπολεμικές δεκαετίες υπήρχε το αντίπαλο δέος για τον καπιταλιστικό κόσμο (η Σοβιετική Ένωση) και γύρω από αυτό το δίπολο των δυο υπερδυνάμεων οικοδομήθηκαν συμμαχίες και γεωπολιτικές ισορροπίες. Κάποια στιγμή, με την ήττα στο Βιετνάμ και την ύφεση της δεκαετίας του’70, διατυπώθηκαν σενάρια περί υποβάθμισης των ΗΠΑ ως παγκόσμιας δύναμης και στροφής της προς ένα νεο-απομονωτισμό. Οι δεκαετίες του’80 και του’90, με τα γιγαντιαία εξοπλιστικά προγράμματα («πόλεμος των άστρων») και τη διάλυση του Ανατολικού Συνασπισμού, διέψευσαν αυτές τις εκτιμήσεις και δημιουργήθηκε σε πολλούς η εντύπωση ότι ο καπιταλισμός, στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, είναι τάχα άτρωτος και ότι η βορειοαμερικάνικη παγκόσμια κυριαρχία θα εξακολουθήσει και στις πρώτες τουλάχιστον δεκαετίες του 21ου αιώνα.
Ωστόσο η οικονομική κρίση που ζούμε τον τελευταίο χρόνο, που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ ως χρηματοπιστωτική κρίση και που στην πορεία έπληξε όλον τον κόσμο προσλαμβάνοντας χαρακτηριστικά διαρθρωτικής κρίσης, εύλογα επαναφέρει στο προσκήνιο έναν προβληματισμό για τη βιωσιμότητα των ΗΠΑ ως πρώτης πλανητικής δύναμης και για πιθανές νέες γεωπολιτικές ισορροπίες που μπορούν να προκύψουν τα επόμενα χρόνια. Στις παρούσες συνθήκες, είναι δύσκολο για κάποιον να είναι προφήτης, όσο και παρακινδυνευμένο να μιλάει κανείς με βεβαιότητες για το τί μέλλει γενέσθαι. Αξίζει όμως να τεθούν επί τάπητος ζητήματα σε σχέση με τη μελλοντική θέση των ΗΠΑ ως οικονομικής και πολιτικο-στρατιωτικής δύναμης, καθότι ενδεχόμενες γεωπολιτικές ανακατατάξεις μας αφορούν όλους, για καλό ή για κακό.
Σε αυτό το άρθρο, αρχικά παρουσιάζονται με συντομία οι οικονομικοί κυρίως όροι κάτω από τους οποίους αναδείχτηκαν οι ΗΠΑ ως ηγεμονική δύναμη του πλανήτη. Στη συνέχεια σχολιάζονται οι ανισορροπίες που προέκυψαν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, συνέπεια των οποίων ήταν η ύφεση της δεκαετίας του’70 και οι οικονομικές αναδιαρθρώσεις που σημάδεψαν την πρωτοκαθεδρία του νεοφιλελευθερισμού, στις δυο δεκαετίες που ακολούθησαν. Μετά επιχειρείται μια ερμηνεία της παρούσας οικονομικής κρίσης και το πώς αντιμετωπίζεται αυτή από τις κυρίαρχες ελίτ σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική. Η επιχειρούμενη αυτονόμηση της Λατινικής Αμερικής από τον ισχυρό βόρειο γείτονα, καθώς και η στάση των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων της Ασίας, κυρίως Κίνας και Ιαπωνίας, είναι τα επόμενα ζητήματα που θίγονται. Τέλος, διατυπώνονται κάποιες σκέψεις για τις προοπτικές των ΗΠΑ ως πλανητικής δύναμης.

Από το Μπρέτον Γουντς στην ύφεση της δεκαετίας του’70

Από πριν ακόμα τελειώσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήταν φανερό το ποιά δύναμη θα πρωταγωνιστούσε στη διεθνή πολιτική και οικονομία κατά τις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν. Οι ΗΠΑ διέθεταν πλουτοπαραγωγικούς πόρους σε αφθονία, είχαν ένα μεγάλο βιομηχανικό δυναμικό που όχι μόνο δεν είχε πληγεί αλλά απεναντίας είχε αυξηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου και είχαν επίσης μεγάλα αποθέματα χρυσού που ενέπνεαν εμπιστοσύνη στους εμπορικούς εταίρους της. Αυτά τα αποθέματα επρόκειτο να παίξουν ρόλο-κλειδί στη διεθνή μεταπολεμική τάξη πραγμάτων.
Αυτό που απασχολούσε τις καπιταλιστικές οικονομίες της εποχής ήταν το πώς θα επανέκαμπτε το διεθνές εμπόριο, μέσω νομισματικών κανόνων που θα διευκόλυναν τις συναλλαγές μεταξύ χωρών, ώστε να ξεπεραστούν οι εμπορικοί πόλεμοι και η δυσπραγία του μεσοπολέμου. Και η λύση δόθηκε στη διεθνή διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς, το 1944, όπου τα συμβαλλόμενα κράτη αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον κανόνα της μετατρεψιμότητας του συναλλάγματος σε χρυσό. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, ορίζονταν μια σταθερή ισοτιμία του δολαρίου ως προς το χρυσό (35 δολάρια η ουγκιά) και μια σταθερή ισοτιμία των άλλων νομισμάτων ως προς το δολάριο. Οι διεθνείς συναλλαγές προβλέπονταν να γίνονται σε δολάρια, μέσω των οποίων μπορούσαν οι εταίροι να αγοράζουν χρυσό, αν το επιθυμούσαν (μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό). Επομένως το κάθε δολάριο που κυκλοφορούσε στην αγορά αποτιμώνταν σε μονάδες άλλων εθνικών νομισμάτων και εξέφραζε και μια ποσότητα χρυσού που παρέμενε φυλαγμένη στο θησαυροφυλάκιο του Φορτ Νοξ. Αυτή η σταθερή σύνδεση και η μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό ενέπνεε εμπιστοσύνη στους εμπορικούς εταίρους και, σε συνδυασμό με την οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ προς τις χώρες της Ευρώπης (εκτός Ανατολικού Συνασπισμού), έδωσε ώθηση σε μια ταχεία οικονομική ανάπτυξη σε διεθνή κλίμακα.
Όμως, καθώς οι βορειοαμερικάνικες πολυεθνικές εταιρίες δραστηριοποιούνταν σε χώρες εκτός ΗΠΑ, οι οποίες εξελίχθηκαν σε νέα κέντρα συσσώρευσης κεφαλαίου, η εγχώρια παραγωγή άρχισε να υστερεί σε σχέση με τη ζήτηση, οπότε εμφανίστηκαν εμπορικά ελλείμματα με τάσεις διόγκωσης. Επί πλέον, τα εξοπλιστικά προγράμματα, οι πολεμικές περιπέτειες (κυρίως στο Βιετνάμ) και τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας της δεκαετίας του’60, ως αποτέλεσμα της πίεσης του κινήματος του νέγρικου πληθυσμού και της νεολαίας, επέφεραν εξίσου μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Για να αντιμετωπιστούν τα εμπορικά και τα δημοσιονομικά ελλείμματα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έκοβε χαρτονομίσματα τα οποία θεωρητικά παρέμεναν σε σταθερή ισοτιμία με το χρυσό, όμως ο όγκος τους όλο και μεγάλωνε και, από τη δεκαετία του’60, ήταν σαφές ότι τα αποθέματα σε χρυσό δεν κάλυπταν τον όγκο των χαρτονομισμάτων που κυκλοφορούσαν στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η εμπιστοσύνη των επενδυτών στο δολάριο κλονίζονταν, η ζήτηση σε χρυσό δυνάμωνε και εκδηλώνονταν πληθωριστικές πιέσεις τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρώπη όπου κυκλοφορούσε μεγάλος όγκος «πράσινων» χαρτονομισμάτων (τα λεγόμενα «ευρωδολάρια»). Το 1971 η κυβέρνηση Νίξον κατάργησε τη σταθερή ισοτιμία και τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, με αποτέλεσμα αφενός ο χρυσός να ακολουθήσει μια ξέφρενη ανοδική πορεία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του’80 και αφετέρου το δολάριο να παραμείνει το νόμισμα των διεθνών συναλλαγών, χωρίς όμως να έχει κάποια σταθερή αξιακή σχέση με το χρυσό και να εκδηλώνει τάσεις διολίσθησης απέναντι σε άλλα ισχυρά νομίσματα, όπως το γερμανικό μάρκο και το ιαπωνικό γιεν. Μιλάμε λοιπόν για το πέρασμα από τον κανόνα του μετατρέψιμου συναλλάγματος σε χρυσό στον κανόνα του δολαρίου, που επέφερε ένα αίσθημα ανασφάλειας στις διεθνείς συναλλαγές και ακόμα εντονότερες πληθωριστικές πιέσεις, ιδίως όταν εκδηλώθηκε η ενεργειακή κρίση του 1973, που αύξησε απότομα το κόστος παραγωγής πολλών προϊόντων και λειτούργησε ως καταλύτης για την οικονομική ύφεση των επόμενων χρόνων. Εκείνη την εποχή συζητήθηκε πολύ στη διεθνή κοινότητα η βιωσιμότητα των ΗΠΑ ως πρώτης δύναμης του πλανήτη.
Ο τρόπος που περιγράψαμε τα οικονομικά προβλήματα των ΗΠΑ και το πέρασμα από την ευημερία της δεκαετίας του’60 στην κρίση της δεκαετίας του’70, ίσως να φαίνεται κάπως τεχνοκρατικός, με όλες αυτές τις αναφορές στις νομισματικές ισοτιμίες και στα εμπορικά και δημοσιονομικά ελλείμματα. Όμως πίσω από αυτήν την περιγραφή, μπορεί κανείς να δει μια πολιτική και κινηματική διάσταση. Και για να γίνουμε πιο σαφείς: Τα δαπανηρά εξοπλιστικά προγράμματα στα οποία επιδόθηκαν οι ΗΠΑ τα μεταπολεμικά χρόνια, και τα οποία συνέτειναν στη δημιουργία δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αποσκοπούσαν σε μεγάλο βαθμό στο να διατηρήσουν θέσεις εργασίας, άρα και το επίπεδο κατανάλωσης του πληθυσμού, ώστε να αποφευχθεί η οικονομική δυσπραγία και η κοινωνική δυσφορία του μεσοπολέμου, που είχε φοβίσει αρκετά τους κρατούντες. Οι επίσης προβληματικές δαπάνες για τον πόλεμο του Βιετνάμ, μπορούν να ειδωθούν ως έμμεσο αποτέλεσμα πίεσης από την πλευρά των κινημάτων του Τρίτου Κόσμου προς τις άρχουσες τάξεις της Μητρόπολης. Και τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας της κυβέρνησης Τζόνσον περί τα μέσα της δεκαετίας του’60, απέβλεπαν στο να αμβλύνουν τις έντονες πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις της εποχής. Να το πούμε με τη συνήθη μαρξιστική ορολογία, ήταν η «ταξική πάλη» ο παράγοντας που «σε τελευταία ανάλυση» προκάλεσε τη νομισματική αστάθεια και την οικονομική ύφεση της δεκαετίας του’70. Μια τέτοια ερμηνεία δεν απολαμβάνει γενικής αποδοχής, έχει και τους υποστηρικτές της και τους επικριτές της, όμως νομίζω πως αξίζει να ληφθεί υπόψη και να συζητηθεί.

Από τις αναδιαρθρώσεις της δεκαετίας του’80 στη σημερινή κρίση

Από τα μέσα της δεκαετίας του’70, σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική άρχισαν να κλείνουν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, να απολύεται πολυάριθμο προσωπικό και να προωθείται η αυτοματοποίηση στην παραγωγική διαδικασία, η οποία όμως δεν ήταν από μόνη της αρκετή για στηρίξει τη βιομηχανία. Η κατάσταση αυτή εντάθηκε μετά το’80, όπου έκλειναν σωρηδόν εργοστάσια αυτοκινήτων, μεταλουργικές μονάδες, ναυπηγεία και υφαντουργεία. Οι πολυεθνικές εταιρίες μετέφεραν ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς τους σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, εκμεταλλευόμενες το φθηνό εργατικό δυναμικό που εξασφάλιζε υψηλά ποσοστά κέρδους. Χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία εξελίχτηκαν σε νέα κέντρα συσσώρευσης κεφαλαίου και τα βιομηχανικά τους προϊόντα διοχετεύτηκαν στις αγορές της Δύσης, βοηθούσης και της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου που κατάργησε δασμολογικούς περιορισμούς.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ και το εξωτερικό της χρέος διογκώθηκαν ακόμα περισσότερο. Ωστόσο, το δολάριο παρέμεινε το κατεξοχήν διεθνές νόμισμα για τις εμπορικές συναλλαγές, με τη στήριξη των κεντρικών τραπεζών της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, που απέτρεψαν την απαξίωσή του. Επί πλέον, οι ΗΠΑ διατηρήθηκαν και εξελίχτηκαν περαιτέρω ως το κύριο χρηματοπιστωτικό κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας. Ένα μεγάλο μέρος από τα συσσωρευόμενα πλεονάσματα στις νέες βιομηχανικές δυνάμεις του Τρίτου Κόσμου διοχετεύτηκε προς τους βορειοαμερικάνικους (και ευρωπαϊκούς) χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, μέσω αγοράς ομολόγων και άλλου τύπου κερδοσκοπικών τοποθετήσεων. Με αυτό το δανεικό χρήμα η βορειοαμερικάνικη οικονομία μπορούσε να διαχειριστεί τα ελλείμματά της και οι κάθε λογής κεφαλαιούχοι, χρηματιστές και λοιποί αεριτζήδες της Γουώλ Στρητ μπορούσαν με τη σειρά τους να αποκομίζουν μεγάλα κέρδη δανείζοντας χρήμα σε ιδιώτες και σε διάφορα νομικά πρόσωπα. Με αυτό το χρήμα στηρίχτηκε ο κατασκευαστικός κλάδος και άλλοι τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας και αγοράστηκαν κατοικίες από πολίτες που χρεώθηκαν πέρα από τις οικονομικές τους δυνατότητες, με αποτέλεσμα να σκάσει κάποια στιγμή η φούσκα των στεγαστικών δανείων και από εκείνο το σημείο εκδηλώθηκε η παγκόσμια οικονομική κρίση, η διάρκεια της οποίας και οι συνέπειές της δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν. Για την ώρα, οι χρεωκοπίες τραπεζών, οι αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης, οι μαζικές απολύσεις και τα οξυμένα δημοσιονομικά προβλήματα πολλών εθνικών οικονομιών συνθέτουν ένα γκρίζο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που προκαλεί έναν αρνητικό αντίκτυπο στην καθημερινότητα όλων μας.
Με την αποβιομηχάνιση στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες του Κέντρου, οι ιθύνοντες αποδυνάμωσαν ένα ενοχλητικό γι’αυτές κοινωνικό υποκείμενο (τη βιομηχανική εργατική τάξη) που στο παρελθόν τους είχε προκαλέσει ουκ ολίγους πονοκεφάλους με τις απεργίες και με τις μισθολογικές διεκδικήσεις της. Αυτό όμως αποδείχτηκε μια κίνηση μπούμερανγκ, καθώς με τη συρρίκνωση και αποδυνάμωση της εργατικής τάξης αποδυναμώθηκαν επίσης ο παραγωγικός ιστός και η πραγματική οικονομία των χωρών αυτών, με κατάληξη τη σημερινή κρίση. Σε αυτό το σημείο, σαν να υπεισέρχεται η ειρωνία της ιστορίας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο κόσμος της εργασίας έχει τον τρόπο να εκδικείται έμμεσα, ακόμα και όταν δεν έχει την πολιτική δύναμη να προωθήσει τα συμφέροντά του.

Η αντιμετώπιση της κρίσης

Τους τελευταίους μήνες, με την επιδείνωση της κρίσης, ακούστηκαν φωνές για κεϊνσιανές πολιτικές αναθέρμανσης της οικονομίας μέσω αυξημένων δημόσιων επενδύσεων και τόνωσης της ζήτησης. Με την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ομπάμα, δημιουργήθηκε σε πολλούς η εντύπωση ότι θα ασκηθεί μια τέτοια κυβερνητική πολιτική. Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), με εξαίρεση τη Βρετανία, παρουσιάζεται διστακτική ως αρνητική ως προς την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων. Σε αυτό το σημείο τίθενται δυο ερωτήματα: α) πώς εξηγείται αυτή η διαφορά προσέγγισης μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης και β) σε τί βαθμό είναι κεϊνσιανή η οικονομική πολιτική που τώρα ακολυθούν οι ΗΠΑ, μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερης διαχείρισης.
Για να απαντηθεί το πρώτο ερώτημα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη δυο χαρακτηριστικά της βορειοαμερικάνικης οικονομίας. Το πρώτο είναι η ευκολία που έχουν οι ΗΠΑ να εξασφαλίσουν κεφάλαια για δανεισμό, στο βαθμό που η κινέζικη οικονομία είναι διατεθειμένη να διοχετεύσει τα πλεονάσματα της στην αγορά ομολόγων του βορειοαμερικάνικου δημοσίου. Και φαίνεται πως η κινέζικη ηγεσία θα εξακολουθήσει αυτήν την τακτική, έστω και αν προβάλλει το αίτημα για αντικατάσταση του δολαρίου από ένα καλάθι νομισμάτων για τις διεθνείς συναλλαγές, διότι μια κατάρρευση της βορειοαμερικάνικης οικονομίας θα έπληττε καίρια τις κινέζικες εξαγωγές. Επομένως, οι ΗΠΑ μπορούν να συνεχίσουν να δανείζονται από το εξωτερικό, να κόβουν νέο χαρτονόμισμα για την εξυπηρέτηση του χρέους τους (μιας και το δολάριο παραμένει το κατεξοχήν νόμισμα των διεθνών συναλλαγών) και να χρηματοδοτούν τις δημόσιες επενδύσεις τους με σκοπό να τονωθεί η βιομηχανική δραστηριότητα. Η βορειοαμερικάνικη οικονομία είναι επίσης λιγότερο εξωστρεφής από αυτήν της ΕΕ, κρίνοντας από το λιγότερο ποσοστό εξαγωγών και τη μικρότερη εισροή ξένου κεφαλαίου ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Αυτός ο παράγοντας συμβάλλει στο να καλλιεργηθεί στους βορειοαμερικάνους ιθύνοντες ότι είναι δυνατή η διέξοδος από την κρίση μέσω της τόνωσης της εγχώριας αγοράς.
Από την άλλη πλευρά οι οικονομίες των ισχυρότερων ευρωπαϊκών χωρών έχουν έναν εντονότερο εξαγωγικό προσανατολισμό, η ανάπτυξή τους εξαρτάται περισσότερο από την εισροή ξένου κεφαλαίου και δεν μπορούν να δανειστούν με τους ευνοϊκούς όρους που δανείζονται οι ΗΠΑ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες πρυτανεύουν στην ΕΕ οι λογικές της σφιχτής οικονομικής πολιτικής και του ελέγχου των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, προσδοκώντας έναν θετικό αντίκτυπο στη δική της οικονομία, σε περίπτωση ανάκαμψης της βορειοαμερικάνικης υπερδύναμης. Στην πραγματικότητα, μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερων επιλογών στην οικονομική πολιτική, με έμφαση στη νομισματική σταθερότητα και με αυτονομία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας απέναντι στις πολιτικές ηγεσίες των κρατών-μελών, το χρηματιστικό κεφάλαιο έχει ισχυροποιηθεί και διατηρεί την ηγεμονία στο μπλοκ εξουσίας. Πάντως, η εμμονή στο σκληρό ευρώ μπορεί να πλήξει περαιτέρω τις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, που ακολουθούν μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική με τάση διολίσθησης του δολαρίου, και να επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο η ευρωπαϊκή οικονομία.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα, για το πόσο κεϊνσιανή είναι η ακολουθούμενη από τις ΗΠΑ οικονομική πολιτική, καλό θα είναι να σταθούμε λίγο στις συζητήσεις που έγιναν κατά την πρόσφατη σύνοδο του G20 στο Λονδίνο. Για το ζήτημα του πόσο επεκτατικές θα έπρεπε να είναι οι δημοσιονομικές πολιτικές, υπήρξε σαφής διάσταση απόψεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Υπήρξε όμως, έστω και άρρητα, ένας κοινός τόπος: και οι δυο πλευρές απέφυγαν να αναφερθούν σε μέτρα κοινωνικής πολιτικής και κοινωνικού ελέγχου της οικονομικής δραστηριότητας (κοινωνική ασφάλιση, δημόσια υγεία και εκπαίδευση για όλους, κρατική εγγύηση για πλήρη απασχόληση). Με άλλα λόγια, στόχοι που διατυπώνονταν ρητά στις πολιτικές που ακολουθούσαν οι κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων χωρών κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, τώρα εγκαταλείπονται για χάρη της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Επομένως, η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, κυρίως από πλευράς ΗΠΑ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως νεοφιλελεύθερη στη βάση της με «ολίγον» και πιθανώς παροδικό κεϊνσιανισμό – κατ’αναλογίαν με την αλησμόνητη «ολίγην δημοκρατίαν» που εμείς οι Έλληνες απολαμβάναμε σε άλλους ταραγμένους καιρούς – ως προς το σκέλος των δημόσιων δαπανών για τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και οικονομική ανάπτυξη προς όφελος των εχόντων και κατεχόντων.

ΗΠΑ και Λατινική Αμερική

Η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν μπορεί να μην έχει αντίκτυπο και στη Λατινική Αμερική, που μέχρι πρόσφατα αντιμετωπίζονταν ως «η πίσω αυλή» των ΗΠΑ. Τουλάχιστον για την ώρα δεν εκδηλώνονται χρεωκοπίες στις τράπεζες και στις επιχειρήσεις, όπως στη χρηματοπιστωτική κρίση του τέλους της δεκαετίας του’90 με αρχές του 2000. Ωστόσο, η σημερινή κρίση εμφανίζεται να έχει τρεις σοβαρές αρνητικές συνέπειες στις οικονομίες της περιοχής:
Η πρώτη συνέπεια είναι η εκτεταμένη απόσυρση κεφαλαίων από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη και τώρα αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας. Επί πλέον, λατινοαμερικάνικα ιδρύματα και επιχειρήσεις που τα τελευταία χρόνια είχαν δραστηριοποιηθεί στη διεθνή κεφαλαιαγορά, όπως για παράδειγμα συνταξιοδοτικά ταμεία με έδρα τη Χιλή, συσσώρευσαν πολλές ζημίες την τελευταία χρονιά και τίθεται θέμα βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αυτής της χώρας (σοδομημένα ομόλογα ήθελαν κι’αυτοί και τώρα πληρώνουν για τις επενδυτικές τους επιλογές).
Η δεύτερη συνέπεια είναι ότι πλήττεται η βιομηχανία με εξαγωγικό προσανατολισμό. Ένα τέτοιο πρόβλημα αντιμετωπίζει, μεταξύ άλλων χωρών και το Μεξικό, η βιομηχανία συναρμολόγησης αυτοκινήτων του οποίου, που απευθύνεται στη βορειοαμερικάνικη αγορά, τώρα πλήττεται καίρια από την κρίση.
Η τρίτη συνέπεια είναι η πτώση των τιμών των πρώτων υλών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το πετρέλαιο, που αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για την οικονομία πολλών χωρών της Λατινικής Αμερικής.
Είναι λοιπόν σαφές ότι η λατινοαμερικάνικη οικονομία, που μόλις την τελευταία πενταετία είχε αρχίσει να συνέρχεται από την προηγούμενη χρηματιστική κρίση, πλήττεται τώρα από τη νέα παγκόσμια κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, έστω και αν προς το παρόν δεν εμφανίζει τους αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.
Μέσα όμως σε αυτό το γκρίζο σκηνικό υπάρχουν ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής τα τελευταία πέντε με δέκα χρόνια κινούνται προς την κατεύθυνση της περιφερειακής ενοποίησης, μέσω της στενότερης οικονομικής συνεργασίας. Για τα διάφορα εγχειρήματα περιφερειακής ολοκλήρωσης, κυριότερα των οποίων είναι η ALBA και η MercoSur, έχουμε γράψει στο τ. 6 του Resistencias. Εδώ αναφέρουμε επιγραμματικά ότι η πρώτη ξεκίνησε με πρωτοβουλία Βενεζουέλας και Κούβας και στοχεύει ρητά στην ενδυνάμωση της συνεργασίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των λαών της ηπείρου σε μια σοσιαλιστική προοπτική, ενώ η δεύτερη στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη Βραζιλία και αποσκοπεί στην περιφερειακή ανάπτυξη με όρους ελεύθερης αγοράς υπό την ηγεμονία του κεφαλαίου που εδράζεται στη λατινοαμερικάνικη περιφέρεια.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι η Βραζιλία εδώ και χρόνια λειτουργεί ως υπο-ιμπεριαλιστική δύναμη στην περιοχή, με τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες (διεκδικεί θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ) και με τη στρατιωτική της παρουσία εκτός συνόρων (από το 2004 έχει αναλάβει τη διοίκηση των στρατευμάτων που εγκαταστάθηκαν και ελέγχουν την κατάσταση στην Αϊτή). Και όπως συνήθως γίνεται, μαζί με τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες υπάρχει και η έντονη δραστηριοποίηση του βραζιλιάνικου κεφαλαίου στις γειτονικές χώρες, κυρίως στο μεταλλευτικό τομέα, στην ενέργεια, στη γεωργία-κτηνοτροφία και στις κατασκευές. Και εκεί που υπάρχουν επενδυτικά συμφέροντα, υπάρχουν επίσης και ανταγωνισμοί και εντάσεις, πότε με την Αργεντινή και πότε με τη Βολιβία, την Παραγουάη ή το Εκουαδόρ, για διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος άρθρου να μελετηθούν συγκεκριμένα.
Ανεξάρτητα όμως από τις συνθήκες και τις αντιθέσεις με τις οποίες προχωρούν τα εγχειρήματα περιφερειακής συνεργασίας των χωρών της Λατινικής Αμερικής, είναι σαφής η τάση αυτονόμησης από τις επιλογές της Ουάσιγκτον και μπορούν να οδηγήσουν σε νέες ισορροπίες μεταξύ του Βορρά και του Νότου αυτής της ηπείρου. Και στο βαθμό που θέλουμε να βλέπουμε τα πράγματα από μια αριστερή-κινηματική σκοπιά, στη διαμόρφωση αυτών των ισορροπιών μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο η στάση και η δράση των λαών της περιοχής, που διεκδικούν μια καλύτερη ζωή στα πλαίσια ενός κοινωνικά δίκαιου μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης.

ΗΠΑ και Ασία

Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η Ιαπωνία, πιστή σύμμαχος των ΗΠΑ, ήταν η ισχυρότερη οικονομία στην ασιατική ήπειρο που, από ένα σημείο και μετά, κατέκτησε τη βορειοαμερικάνικη αγορά με τα βιομηχανικά της προϊόντα και διαμόρφωσε ένα πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο, με το οποίο αγόραζε ομόλογα του βορειοαμερικάνικου δημοσίου, διαθέτοντας έτσι πόρους στην υπερδύναμη για να διαχειριστεί τα δημοσιονομικά της ελλείμματα και να προωθήσει τα εξοπλιστικά της προγράμματα. Από τη δεκαετία του’80 εμφανίστηκαν στο προσκήνιο δυο άλλες αναβαθμισμένες οικονομίες, αυτές της Ν. Κορέας και της Ταϊβάν, που επίσης ήταν και είναι προσδεδεμένες στο βορειοαμερικάνικο άρμα, με αποτέλεσμα να παραμείνει ισχυρή η γεωπολιτική θέση των ΗΠΑ στην ασιατική ήπειρο, παρά την ήττα στο Βιετνάμ και τους ανταγωνισμούς με τη Σοβιετική Ένωση, την άλλη υπερδύναμη της εποχής.
Από τη δεκαετία του’90 και μετά, εμφανίστηκαν δυο άλλες ισχυρές οικονομικές δυνάμεις στην περιοχή, η Κίνα και η Ινδία. Ιδιαίτερα η Κίνα προσέλκυσε κεφάλαια από πολυεθνικές εταιρίες του δυτικού κόσμου, γνώρισε ταχύτατους ρυθμούς βιομηχανικής ανάπτυξης και εξελίχθηκε σε ένα δυναμικό κέντρο συσσώρευσης πλούτου. Όμως η ταχεία οικονομική ανάπτυξη συνεπάγεται αυξημένες ανάγκες σε πετρέλαιο και σε άλλους φυσικούς πόρους, όπως και αγορές για την απορρόφηση της παραγωγής. Και αυτές οι ανάγκες είναι ισχυρό κίνητρο για την ενεργοποίηση της διπλωματίας και την αναζήτηση συμμαχιών και συνεργασιών σε διεθνές επίπεδο, έστω και ενάντια στα συμφέροντα της πρώτης πλανητικής δύναμης. Σε αυτά τα πλαίσια ιδρύθηκε το 2001 ο «Οργανισμός για τη Συνεργασία της Σαγκάης» (SCO), με συμμετοχή της Κίνας, της Ρωσίας, του Καζακστάν, της Κιργισίας, του Τατζικιστάν και του Ουζμπεκιστάν, με σκοπό την προώθηση της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής συνεργασίας των σωρών αυτών. Βασικό διακύβευμα αυτής της πρωτοβουλίας είναι η πρόσβαση της Κίνας στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο των χωρών της Κεντρικής Ασίας. Πάντα με κίνητρο την ενέργεια, αλλά και άλλους φυσικούς πόρους, η Κίνα προωθεί οικονομική συνεργασία με το Ιράν, τη Βενεζουέλα, τη Βραζιλία και με χώρες της Αφρικής.
Το δίχως άλλο οι ΗΠΑ ενοχλούνται με αυτές τις πρωτοβουλίες και δίνουν τη δική τους μάχη για επιροή στην Κεντρική Ασία και στους φυσικούς της πόρους. Για το λόγο αυτό υπάρχουν και σχεδιάζονται και άλλες βορειοαμερικάνικες στρατιωτικές βάσεις σε χώρες της Κεντρικής Ασίας, που ενίοτε συνυπάρχουν με αντίστοιχες ρωσικές. Η στρατιωτική περιπέτεια στο Αφγανιστάν σχετίζεται το δίχως άλλο με τους σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον για έλεγχο της ευρύτερης περιοχής. Και η πρόσφατη απόφαση για πυρηνική συνεργασία με την Ινδία ερμηνεύεται ως απόπειρα των ΗΠΑ να ενεργοποιήσουν ένα ισχυρό αντίβαρο στην κινέζικη γεωπολιτική επέκταση και να της περιορίσουν την πρόσβαση στις θάλασσες της Νότιας Ασίας και στις οδούς μεταφοράς του πετρελαίου.
Χωρίς αμφιβολία οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας είναι τεταμένες και είναι εξαιρετικά ενοχλητικό για την ως τώρα πρώτη δύναμη του πλανήτη να αμφισβητείται η ηγεμονία της στην ασιατική ήπειρο και όχι μόνο σε αυτήν. Από την άλλη πλευρά όμως, υπάρχει ένα είδος οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των δυο χωρών. Η Κίνα χρειάζεται τη βορειοαμερικάνικη αγορά για να προωθήσει τα προϊόντα της. Και οι ΗΠΑ χρειάζονται έναν εύρωστο αγοραστή για τα ομόλογά τους ώστε να εξασφαλίσουν πόρους για να κινήσουν την οικονομία τους ώστε να ξεπεράσουν την οικονομική κρίση από την οποία μαστίζονται. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, είναι νομίζω λογικό να εκτιμήσουμε ότι συμφέρει και τις δυο πλευρές να αποφύγουν τις πολλές εντάσεις και να αναζητήσουν έναν τρόπο ειρηνικής συνύπαρξης, με μια αναπόφευκτη αναβάθμιση της Κίνας ως γεωπολιτικής δύναμης.

Σκέψεις για το τί μέλλει γενέσθαι

Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πόσο θα διαρκέσει η κρίση και ποιό θα είναι το νέο οικονομικό και γεωπολιτικό τοπίο που θα διαμορφωθεί. Αρκετοί προδικάζουν το τέλος των ΗΠΑ ως υπερδύναμης, όμως σε αυτήν την εκτίμηση υπάρχουν ενστάσεις, που εδράζονται σε κάποια πλεονεκτήματα που διατηρούν οι ΗΠΑ σε σχέση με άλλες χώρες.
Το πρώτο και εμφανές πλεονέκτημα είναι η βορειοαμερικάνικη στρατιωτική και τεχνολογική υπεροχή, που αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παράγοντα γεωπολιτικής ισχύος.
Το δεύτερο είναι η αφθονία των φυσικών πόρων, που αποτελούν τη βάση για μια ισχυρή οικονομία.
Το τρίτο είναι η ενοποιημένη οικονομία αυτής της χώρας, που εξασφαλίζει έτσι τη δυνατότητα για κεντρικό σχεδιασμό και συντονισμό στοχευμένων παρεμβάσεων σε τομείς όπως η προσφορά χρήματος, οι κατασκευές και η βιομηχανία, σε τρόπο ώστε να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα και να ξεπεραστεί η κρίση. Και το βλέπουμε αυτό τους τελευταίους μήνες, όπου η κυβέρνηση Ομπάμα έχει πάρει πολύ περισσότερες πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της εγχώριας οικονομίας (χρηματοδότηση κρατικών επενδύσεων, κρατική στήριξη τομέων της βιομηχανίας με στρατηγική σημασία), απ’όσο οι χώρες της ΕΕ, η πλειοψηφία των οποίων παρουσιάζεται μάλλον αμήχανη απέναντι στην επιδεινούμενη κρίση. Στην πραγματικότητα, όσο οι χώρες της Ευρώπης δεν προχωρούν σε μια ουσιαστική πολιτική ενοποίηση, με τη συμμετοχή μάλιστα της Ρωσίας που διαθέτει άφθονους φυσικούς πόρους, η ήπειρος αυτή δεν θα μπορεί να υπερκεράσει σε ισχύ τη Βόρεια Αμερική.
Το τέταρτο είναι ότι το δολάριο παραμένει το κατ’εξοχήν νόμισμα των διεθνών συναλλαγών και το διεθνοποιημένο κεφάλαιο εξακολουθεί να τοποθετείται στις βορειοαμερικάνικες τράπεζες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, παρέχοντας έτσι πόρους με τους οποίους μπορεί η βορειοαμερικάνικη οικονομία να οδηγηθεί κάποια στιγμή στην ανάπτυξη.
Οι τέσσερεις αυτοί παράγοντες συνηγορούν στο ότι οι ΗΠΑ μπορούν να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους ως γεωπολιτική δύναμη, απέναντι σε μια Ευρώπη που έχει ακόμα να κάνει πολλά για την ουσιαστική της ενοποίηση και απέναντι σε μια Κίνα και σε μια Ινδία που είναι βέβαια οικονομίες μεγάλου μεγέθους, αλλά, όπως επισημαίνει ο Τσόμσκι, έχουν να αντιμετωπίσουν πολλά εσωτερικά προβλήματα που αποτελούν τροχοπέδη ως προς την εξέλιξή τους σε κυρίαρχες δυνάμεις στη διεθνή οικονομία και πολιτική.
Για να έχουμε όμως μια πλήρη εικόνα των προοπτικών των ΗΠΑ ως υπερδύναμης, νομίζω πως θα πρέπει να σταθούμε και σε δυο άλλα σημεία.
Το πρώτο είναι ότι αρχίζουν να ακούγονται φωνές, κυρίως από την πλευρά της Κίνας, για αντικατάσταση του δολαρίου στις διεθνείς συναλλαγές από ένα καλάθι νομισμάτων στο οποίο, εκτός από το δολάριο, να συμμετέχουν το Ευρώ, το κινέζικο γιουάν και το ιαπωνικό γιεν. Μια τέτοια εξέλιξη, που δεν αποκλείεται να υλοποιηθεί κάποια στιγμή, μπορεί να στερήσει εξωτερικούς χρηματικούς πόρους από τη βορειοαμερικάνικη οικονομία και αναπόφευκτα να πλήξει το δυναμικό της.
Το δεύτερο είναι ότι η Κίνα δηλώνει ότι είναι διατεθειμένη να στηρίξει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) με περισσότερα κεφάλαια, διεκδικεί όμως μια αναβαθμισμένη θέση στο μηχανισμό λήψης αποφάσεων αυτού του οργανισμού. Με άλλα λόγια, η Κίνα ζητάει να μην έχουν οι ΗΠΑ τον πρώτο λόγο ως προς το πού και πώς θα αξιοποιηθούν οι διαθέσιμοι πόροι. Αποδοχή αυτού του αιτήματος συνεπάγεται νέες ισορροπίες στη διεθνή οικονομία, που επίσης μπορούν να αποβούν σε βάρος των συμφερόντων της μέχρι τώρα κυρίαρχης υπερδύναμης.
Μια εκτίμηση λοιπόν που θα αποτολμούσα να κάνω για το μέλλον είναι ότι οι ΗΠΑ παραμένουν ηγέτιδα δύναμη, θα υποχρεωθούν όμως να μοιραστούν ισχύ τόσο με Ευρώπη και Ιαπωνία, όσο και με τις δυο αναδυόμενες ασιατικές δυνάμεις (Κίνα και Ινδία) και ενδεχομένως και με τη Βραζιλία, ως εκπρόσωπο της Νότιας Αμερικής που κι’αυτή αναζητεί την αυτονομία της στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό. Τέλος η Ρωσία παραμένει μια πυρηνική δύναμη που έχει ανακάμψει τα τελευταία χρόνια με την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, έστω και αν πλήττεται και αυτή σφοδρά από την κρίση των τελευταίων μηνών. Και τα γεγονότα του περασμένου Αυγούστου στη Γεωργία, καθώς και οι διπλωματικές κινήσεις προσέγγισης με Βενεζουέλα και Κούβα, υποδηλώνουν ότι η δύναμη αυτή αναζητεί θέση στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα και κάθε άλλο παρά αμελητέος θα είναι ο ρόλος της.
Ο χρόνος θα δείξει το κατά πόσον θα επαληθευθούν αυτές οι προβλέψεις...

Συμπεράσματα – συζήτηση

Το διεθνοποιημένο κεφάλαιο έχει την τάση να επενδύεται σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος, προκειμένου να εξασφαλιστούν υψηλά ποσοστά κέρδους. Αυτή η κινητικότητα του κεφαλαίου είναι που ανέδειξε την Κίνα σε μεγάλη βιομηχανική δύναμη και, από την άλλη πλευρά, επέφερε αποβιομηχάνιση σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική.
Σε αυτό το σημείο όμως επέρχεται μια ανισορροπία μεταξύ της σφαίρας της παραγωγής και της σφαίρας της κατανάλωσης. Σε ένα κοινωνικό περιβάλλον με ανεργία, υποαπασχόληση, χαμηλούς μισθούς, επομένως σε ένα περιβάλλον χαμηλής ζήτησης, το παραγόμενο προϊόν δυσκολεύεται να απορροφηθεί. Κάτω από τέτοιες συνθήκες ξεσπάει η κρίση υπερπαραγωγής-υποκατανάλωσης (όρος που δανείζομαι από τον Ατίλιο Μπορόν) και μια τέτοια κρίση είναι αυτή που ζούμε τώρα.
Στην προηγούμενη ενότητα μιλήσαμε για πιθανή ανακατανομή ισχύος μεταξύ ΗΠΑ, Ευρώπης, Ρωσίας, Ιαπωνίας και αναδυόμενων βιομηχανικών δυνάμεων, στα πλαίσια πάντα ενός καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ωστόσο, αυτή η ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, που είναι σύμφυτη με τη λογική του μέγιστου κέρδους που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική οικονομία, μας οδηγεί σε ένα πιο θεμελώδες ερώτημα:
Πόσο λειτουργική και πόσο ανεκτή είναι για την πλειοψηφία του πληθυσμού, που δεν ανήκει στα προνομιούχα στρώματα, η λογική της εμπορευματικής παραγωγής και της μεγιστοποίησης του κέρδους, όταν αυτή οδηγεί σε μια τόσο βαθειά κρίση, που επιφέρει τόσα κοινωνικά δεινά και που δεν είναι η μοναδική φορά που συμβαίνει;
Θέτοντας αυτό το ερώτημα σαλπάρουμε για την αναζήτηση της «ουτοπίας», όχι με την έννοια του μη υλοποιήσιμου ευσεβούς πόθου αλλά με την έννοια του προτάγματος για έναν ορθολογικό και κοινωνικά δίκαιο τρόπο παραγωγής, που αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει αλλά που μπορεί να εμφανιστεί στο προσκήνιο και να λειτουργήσει αν ο ίδιος ο κόσμος πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Πρόκειται για το κλασσικό πρόταγμα της κάθε Αριστεράς που έδρασε τα τελευταία διακόσια χρόνια, που επανειλημμένα διαψεύστηκε και ευτελίστηκε στην πράξη, αλλά που επανέρχεται στη συζήτηση για άλλη μια φορά, μπροστά στην κρίση και στα αδιέξοδα που έχουμε μπροστά μας.

Γιώργος

Πηγές

Borón A., 2009: “De la guerra infinita a la crisis infinita”. Ανακοίνωση στην 11η Διεθνή Συνάντηση Οικονομολόγων για την Παγκοσμιοποίηση και τα Προβλήματα Ανάπτυξης, Αβάνα, Κούβα, 2-6 Μαρτίου 2009.
Katz C., 2009: “América Latina frente a la crisis global”. www.lahaine.org/katz
Tamames R., 1988: “Estructura económica internacional”. Alianza Universidad.
Γ. Σ., 2005: «Καύκασος και Κεντρική Ασία: Ενέργεια και γεωπολιτικές αντιθέσεις». Resistencias, τ. 5, Απρίλιος 2007.
Γ. Σ., 2007: «ALBA, ALCA, MERCOSUR: Τρία διαφορετικά εγχειρήματα περιφερειακής ολοκλήρωσης». Resistencias, τ. 6, Ιούλιος 2007.
Καντάς Ι., 2008: «Ο πλανήτης γέρνει προς την ανατολή!». «Ποντίκι Global», 24 Δεκεμβρίου 2008.
Τσόμσκι Ν., 2009: «Μια Νέα Αμερικάνικη Εποχή;». Συνέντευξη με τον Χ. Πολυχρονίου, «Ελευθεροτυπία», 11, 12, 13 Μαρτίου 2009.
Φωτόπουλος Τ., 2008: «Η κρίση και η ανισότητα». «Ελευθεροτυπία», 22 Νοεμβρίου 2008.
Φωτόπουλος Τ., 2009: «Η διαμάχη στην υπερεθνική ελίτ για την κρίση». «Ελευθεροτυπία», 28 Μαρτίου 2009.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Θεωρίες για την κρίση

Με τον όρο οικονομική κρίση εννοείται μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την παρατεταμένη πτώση του ποσοστού κέρδους, τη μείωση των επενδύσεων, την αύξηση της ανεργίας και τη μείωση της ζήτησης. Η μειωμένη ζήτηση, με τη σειρά της προκαλεί περαιτέρω μείωση των κερδών, ή και ζημίες στις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να αναπαράγεται μια καθοδική κίνηση σε όλα τα μεγέθη που σχετίζονται με την οικονομική δραστηριότητα (επενδύσεις, κέρδη, ζήτηση, απασχόληση). Μια αύξηση των επιτοκίων δανεισμού λόγω της αυξανόμενης ζήτησης χρήματος από την πλευρά των επιχειρήσεων που πιέζονται να ανταπεξέλθουν στις υποχερώσεις τους, λειτουργεί επίσης ανασταλτικά ως προς τις επενδύσις και οξύνει την κρίση.
Πριν προχωρήσουμε στα ερμηνευτικά σχήματα των οικονομικών κρίσεων που έχουν προταθεί στα πλαίσια της μαρξιστικής σκέψης, καλό είναι να ορίσουμε τα μεγέθη εκείνα που εκφράζουν το ύψος της παραγόμενης αξίας και το ποσοστό κέρδους.

Ι. Ορισμοί μερικών βασικών μεγεθών

Η νέα (προστιθέμενη) αξία Υ που δημιουργείται σε έναν παραγωγικό κύκλο, συνδέεται με την αξία V της εργατικής δύναμης (χρηματική έκφραση: εργατικός μισθός) και με την αποσπώμενη υπεραξία S (χρηματική έκφραση: μη παραγωγικοί μισθοί + κέρδος), μέσω της σχέσης:

Υ = V + S (1)

Μέρος της αποσπώμενης υπεραξίας S αφενός καρπώνεται ως καθαρό κέρδος Ρ από τον καπιταλιστή και αφετέρου διανέμεται, ως αξία U, σε μη παραγωγικούς μισθούς για τη συντήρηση οργάνων αναπαραγωγής της ταξικής κυριαρχίας (μισθοί στρατιωτικών, αστυνομικών κλπ). Ισχύει επομένως ότι:

S = Ρ + U (2)

Και το σύνολο των μισθών W, για παραγωγική και για μη παραγωγική εργασία, είναι:

W = V + U (3)

Τώρα θα ορίσουμε τρία μεγέθη που εμφανίζονται συχνά στις θεωρίες των κρίσεων: την παραγωγικότητα της εργασίας y, το ποσοστό υπεραξίας r και το ποσοστό κέρδους ρ.
Η παραγωγικότητα της εργασίας ορίζεται ως το πηλίκο του όγκου της παραγωγής Q (νοούμενη ως ποσότητα προϊόντων ή ως χρηματική τιμή αυτών) προς τον αριθμό των εργατοωρών L που δαπανήθηκαν για την παραγωγή τους, δηλαδή:

y = Q / L (4)

Το ποσοστό υπεραξίας r είναι το πηλίκο υπεραξίας προς αξία εργατικής δύναμης, δηλαδή:

r = S / V (5)

Το ποσοστό κέρδους ρ είναι το πηλίκο υπεραξίας προς το συνολικό κεφάλαιο που επενδύθηκε. Το επενδυθέν κεφάλαιο είναι η αξία μηχανολογικού εξοπλισμού c συν την αξία της εργατικής δύναμης V. Αυτό εκφράζεται ως:

ρ = S / (c + V) (6)

Η παραπάνω σχέση ισχύει αν θεωρήσουμε αμελητέο το U (μη παραγωγικοί μισθοί). Αν το U ληφθεί υπόψη, τότε το S στον αριθμητή αντικαθίσταται από το Ρ.
Διαιρώντας κατά μέλη με V τη σχέση (6), βρίσκουμε τελικά ότι:

ρ = r / (g + 1) (7)

όπου g είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, που ορίζεται ως:

g = c / V (8)

και εκφράζει το βαθμό εκμηχάνισης της παραγωγής.
Τέλος, αποδεικνύεται ότι το ποσοστό υπεραξίας r συνδέεται με την παραγωγικότητα y μέσω της σχέσης:

r = y / (V/L) – 1 (9)

Το V/L είναι το κόστος της εργατικής δύναμης ανά εργατοώρα και, σε χρηματική τιμή, ο ωριαίος μισθός.
Στα μεγέθη y, r και ρ εκφράζεται το πώς διανέμεται ο παραγόμενος πλούτος και, σε τελευταία ανάλυση, ο ταξικός συσχετισμός δύναμης. Μεγάλες τιμές των ρ και r, για παράδειγμα, μπορούν να σημαίνουν χαμηλούς εργατικούς μισθούς ή έντονη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Ένα μεγάλο y μπορεί να σημαίνει χαμηλούς μισθούς ή υψηλή αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, που με τη σειρά της υποδηλώνει μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίου σε μηχανολογικό εξοπλισμό και, ακόμα, απολύσεις προσωπικού και ανεργία.
Έχοντας ορίσει τα παραπάνω μεγέθη, θα μπούμε στο κυρίως θέμα, που είναι οι θεωρίες για τις οικονομικές κρίσεις.

ΙΙ. Ερμηνευτικά σχήματα για τις οικονομικές κρίσεις

Στο ερώτημα για το ποιά είναι η αιτία των οικονομικών κρίσεων, έχουν προταθεί τρία ερμηνευτικά σχήματα από την οπτική της μαρξιστικής σκέψης: α) συμπίεση κερδών λόγω αύξησης μισθών, β) πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους λόγω μηχανοποίησης της παραγωγής και γ) υποκατανάλωση λόγω χαμηλών εργατικών εισοδημάτων.

ΙΙ.α. Συμπίεση κερδών λόγω αύξησης μισθών

Για σταθερό ύψος προστιθέμενης αξίας Υ, μια αύξηση του εργατικού εισοδήματος V επιφέρει μείωση της αποσπώμενης υπεραξίας, όπως μπορεί κανείς να δει από τη σχέση (1). Επομένως, αν δεν αλλάξει το σταθερό κεφάλαιο c, τότε, με βάση τη σχέση (6), αναμένεται πτώση (συμπίεση) του ποσοστού κέρδους. Και το ποσοστό κέρδους μπορεί ακόμα και να μηδενιστεί, ή να μετατραπεί σε ζημία, αν το V αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε ο ωριαίος εργατικός μισθός να υπερβεί την παραγωγικότητα της εργασίας, οπότε το ποσοστό υπεραξίας γίνεται αρνητικό (βλ. σχέση (9)), που σημαίνει αρνητική υπεραξία, δηλαδή ζημίες για τον καπιταλιστή. Σε μια τέτοια περίπτωση επέρχεται κρίση, με τα συμπτώματα που περιγράψαμε παραπάνω. Μια μεγάλη αύξηση των εργατικών μισθών μπορεί να επέλθει ως αποτέλεσμα των εργατικών αγώνων, οι οποίοι ευνοούνται σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, ή αλλιώς αυξημένης ζήτησης εργατικών χεριών από πλευράς κεφαλαίου.
Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα των κρίσεων συχνά παραπέμπει σε μια αντίληψη περί κυκλικότητας των καπιταλιστικών κρίσεων. Πιο συγκεκριμένα, στη φάση της κεφαλαιακής συσσώρευσης προβλέπονται μεγάλα κέρδη, αυξημένη ή και πλήρης απασχόληση, και αυξητική τάση μισθών. Όταν οι μισθοί αυξηθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε η παραγωγική επένδυση να είναι ασύμφορη, επέρχονται η μείωση των επενδύσεων, της παραγωγής και της απασχόλησης, καθώς και η μείωση των μισθών. Και όταν πια ο εργατικός μισθός «πατώσει», τότε, με βάση τη σχέση (6), το ποσοστό κέρδους γίνεται πάλι υψηλό, οπότε οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για έναν νέο κύκλο επενδύσεων και κεφαλαιακής συσσώρευσης.
Η οικονομική ύφεση των μέσων της δεκαετίας του’ 70, ερμηνεύτηκε από ορισμένους μαρξιστές οικονομολόγους με βάση το ερμηνευτικό σχήμα της συμπίεσης κερδών λόγω αύξησης των εργατικών εισοδημάτων κατά τη δεκαετία του’60. Ακολουθώντας την ίδια γραμμή σκέψης, ο Βαλερστάιν θεωρεί ότι η σημερινή παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία βρίσκεται σε συστημική κρίση λόγων των παρακάτω τριών αιτιών που συμπιέζουν την κερδοφορία του κεφαλαίου: 1) άνοδος των τιμών των πρώτων υλών, 2) άνοδος των μισθών κυρίως στις μη ανεπτυγμένες καπιαλιστικές οικονομίες λόγω εξάντλησης των περιοχών όπου το κεφάλαιο μπορεί να βρει εργατική δύναμη με χαμηλό κόστος και 3) αύξηση των κοινωνικών δαπανών άρα και των φόρων για να διατηρείται η πολιτική σταθερότητα.
Υπάρχουν όμως άλλοι που βρίσκουν κάπως ενοχλητικό αυτό το ερμηνευτικό σχήμα, διότι φαίνεται να παραπέμπει σε μια λογική του τύπου «όποιος απεργεί προκαλεί οικονομική κρίση και ανεργία, άρα καλύτερα να καθήσει στα αυγά του». Εξ άλλου, η αύξηση της παραγωγικότητας ως αποτέλεσμα της εισαγωγής νέων τεχνολογιών, που δεν λαμβάνεται υπόψη σε αυτήν την προσέγγιση των αιτίων των κρίσεων, μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας σε αρκετά μεγάλο βαθμό ώστε να υπερκεραστεί η ανοδική τάση των εργατικών μισθών και να παραμείνει το r θετικό (βλ. σχέση (9)), οπότε αποσπάται υπεραξία και εξασφαλίζεται ένα ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να δούμε το ρόλο της τεχνολογίας στην παραγωγή και να εξετάσουμε το δεύτερο ερμηνευτικό σχήμα για τις οικονομικές κρίσεις.

ΙΙ.β. Πτωτική τάση ποσοστού κέρδους λόγω εκμηχάνισης της παραγωγικής διαδικασίας

Για να γίνει η καπιταλιστική επιχείρηση ανταγωνιστική και να κερδίσι αγορές, χρειάζεται την τεχνολογική καινοτομία, που θα της επιτρέψει να αυξήσει την παραγωγικότητα και να μειώσει το κόστος των προϊόντων. Αξιοποίηση της τεχνολογικής καινοτομίας σημαίνει πρόσθετες δαπάνες για αγορά τεχνολογικού εξοπλισμού, άρα αυξηση του σταθερού κεφαλαίου και, με βάση τη σχέση (8), αύξηση της οργανικής σύνθεσης g. Αυτή η αύξηση των δαπανών μπορεί ωστόσο να οδηγήσει, βραχυπρόθεσμα, σε αυξημένα κέρδη λόγω αύξησης της παραγωγικότητας y. Ωστόσο η μοίρα της τεχνολογίας είναι να διαχέεται και να γίνεται κτήμα όλο και περισσότερων επιχειρηματιών. Αυτό σημαίνει ότι η επιχείρηση που πρώτη επωφελήθηκε από τη νέα τεχνολογία, αναμένεται να χάσει το πλεονέκτημα σε βάθος χρόνου, να χάσει επομένως μερίδιο της αγοράς, με αποτέλεσμα να μειωθεί το ποσό της αποσπώμενης υπεραξίας S που μετατρέπεται σε κέρδος. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση του c οδηγεί στη μείωση του ποσοστού κέρδους ρ, όπως φαίνεται από τη σχέση (6). Η μείωση αυτή μπορεί να είναι μεγαλύτερη, αν αυξηθούν τα έξοδα U για μη παραγωγικές εργασίες (εποπτεία της παραγωγικής διαδικασίας), οπότε μειώνεται ακόμα περισσότερο το καθαρό κέρδος Ρ (βλ. σχέση (2)). Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε η μακροπρόθεσμη τάση της καπιταλιστικής οικονομίας είναι η μείωση των ποσοστών κέρδους, ή και του συνολικού ύψους κερδών, λόγω αύξησης του σταθερού κεφαλαίου. Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος, ότι η συνεχής τεχνολογική καινοτομία μπορεί να διατηρήσει υψηλά ποσοστά κέρδους. Εν πάση περιπτώσει, το κριτήριο για το κατά πόσον οι δαπάνες σε μηχανικό εξοπλισμό οδηγούν σε ικανοποιητικά ποσοστά κέρδους, είναι το κατά πόσον ο ρυθμός αύξησης του y οδηγεί, με βάση τη σχέση (9), σε ρυθμό αύξησης του ποσοστού υπεραξίας r μεγαλύτερο του ρυθμού αύξησης του g. Σε αυτήν την περίπτωση, το ποσοστό κέρδους αυξάνεται, όπως δείχνει η σχέση (7). Στην αντίθετη περίπτωση, αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου προκαλεί μείωση του ποσοστού κέρδους.
Έχει υποστηριχτεί η θέση ότι η παρατεταμένη κρίση της τελευταίας τριακονταπενταετίας, τον παροξυσμό της οποίας βιώνουμε τους τελευταίους μήνες, οφείλεται στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους λόγω αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Αυτή η πτώση έστρεψε τους καπιταλιστές σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες, με τις γνωστές για τον πολύ κόσμο δυσάρεστες συνέπειες.
Οι θεωρίες συμπίεσης κερδών λόγω αύξησης μισθών και πτωτικής τάσης ποσοστού κέρδους λόγω αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, μπορούν να συνδυαστούν σε μια ενιαία θεωρία πτώσης του ποσοστού κέρδους. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, στην ανοδική φάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, οι μισθοί αυξάνονται, οπότε οι καπιταλιστές καταφεύγουν στην τεχνολογική καινοτομία, αυξάνοντας έτσι την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Αυτό αυξάνει τα ποσοστά κέρδους, λειτουργεί ανασταλτικά ως προς το συνολικό ύψος των μισθών και την απασχόληση και παράγει έναν εφεδρικό στρατό ανέργων που τείνουν να κρατήσουν χαμηλά τους μισθούς. Όσο υπάρχουν περιθώρια αύξησης της παραγωγής και απορρόφησής της, τα κέρδη παραμένουν ικανοποιητικά αλλά και οι μισθοί έχουν περιθώρια ανόδου, στο βαθμό που η νέα τεχνολογία δεν ενσωματώνεται άμεσα στην παραγωγή, αλλά και στο βαθμό που παράγονται νέες θέσεις εργασίας στους τομείς παραγωγής μηχανημάτων. Όταν όμως δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για προσοδοφόρα αύξηση της παραγωγής, τότε τα ποσοστά κέρδους μειώνονται, οι επενδύσεις σταματούν, η ανεργία αυξάνεται και οι εργατικοί μισθοί μειώνονται, οπότε εκδηλώνεται η οικονομική κρίση, μέχρις ότου εμφανιστούν ξανά προοπτικές για κέρδη.

ΙΙ.γ. Υποκατανάλωση λόγω χαμηλού εργατικού εισοδήματος

Στη δεκαετία του’30, ο καπιταλισμός πέρασε μια βαθειά κρίση, με την ανεργία και την ανέχεια να μαστίζουν μεγάλες μερίδες του κόσμου. Η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι λόγω των χαμηλών μισθών η παραγωγή δεν μπορούσε να απορροφηθεί, οπότε οι επιχειρήσεις δεν είχαν κίνητρο να επενδύσουν και σταμάτησαν τις εργασίες τους. Σε αυτήν τη γραμμή σκέψης κινήθηκε η κεϋνσιανή θεωρία για το ρόλο της ζήτησης στην οικονομική ανάπτυξη. Ανάλογος προβληματισμός διατυπώθηκε και από μαρξιστές οικονομολόγους, που έβλεπαν την κρίση ως αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, η αμοιβή της οποίας είναι περιορισμένη σε σχέση με την αξία που παράγει, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κενό ζήτησης και να μην απορροφάται το σύνολο της παραγωγής αγαθών. Με άλλα λόγια, δημιουργείται μια κατάσταση ανισορροπίας μεταξύ της σφαίρας της παραγωγής και της σφαίρας της κυκλοφορίας. Σε αυτά τα πλαίσια κινείται και η θεωρία της στασιμότητας των Μπάραν και Σουήζυ, οι οποίοι εστιάζουν στη μονοπωλιακή διάρθρωση της προχωρημένης καπιταλιστικής οικονομίας και στην πλεονεκτική θέση του μονοπωλιακού κεφαλαίου απέναντι στην εργατική τάξη. Το μονοπώλιο έχει τη δυνατότητα να διαμορφώνει την τιμή ανά μονάδα προϊόντος σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με την τιμή που διαμορφώνεται σε συνθήκες ανταγωνισμού. Από την άλλη πλευρά, λόγω περιορισμένης ζήτησης, μεγάλο μέρος του συσσωρευμένου κεφαλαίου δεν μπορεί να διοχετευτεί στην παραγωγή και να απορροφηθεί από την κατανάλωση. Για να κρατήσουν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα, τα μονοπώλια επιλέγουν να μειώσουν το παραγωγικό τους δυναμικό και αυτή η πρακτική, όταν δεν οδηγεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις (οικονομικό κραχ), έχει ως συνέπεια την οικονομική στασιμότητα, με περιορισμένη επενδυτική δραστηριότητα, χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και ανεργία. Αυτές οι θεωρίες υποκατανάλωσης όπως λέγονται, έχουν υποστεί έντονη κριτική από μαρξιστική σκοπιά, γιατί αφενός απομακρύνονται από το νόμο της αξίας και από την οπτική της παραγωγής εστιάζοντας προς την πλευρά της ζήτησης, και αφετέρου γιατί «βγάζουν» μια απαισιοδοξία ως προς τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να παρέμβει στη διανομή της παραγόμενης αξίας και να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο. Ωστόσο, η θεωρία της στασιμότητας των Μπάραν και Σουήζυ υπήρξε προφητική ως προς τη ροπή του καπιταλισμού προς την κρίση και την ύφεση, καθώς διατυπώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του’60, σε μια εποχή σχετικής ευμάρειας, όταν το κυρίαρχο ρεύμα οικονομικής σκέψης υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός είχε τάχα ξεπεράσει τις κρίσεις του και δεν έβλεπε αυτό που επακολούθησε από το’70 και μετά.

ΙΙΙ. Συμπεράσματα-συζήτηση

Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι δεν υπάρχει, στα πλαίσια της μαρξιστικής σκέψης, ένα και μόνο ερμηνευτικό σχήμα που να εξηγεί όλες τις κρίσεις και να «θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν». Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες της κρίσης, που δεν είναι κατ’ανάγκην ασύμβατες μεταξύ τους και μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να συνδυαστούν. Είδαμε για παράδειγμα πώς μπορούν να συνδυαστούν οι δυο πρώτες (ΙΙα και ΙΙβ) ώστε να ερμηνεύσουν την πτώση του ποσοστού κέρδους, που είναι το βασικό σύμπτωμα της οικονομικής κρίσης. Ο ίδιος ο Μαρξ είναι αυτός που πρώτος δούλεψε τα δυο αυτά ερμηνευτικά σχήματα. Θα πρέπει μάλιστα να αναφερθεί ότι στην πρώιμη φάση της σκέψης του έβλεπε τις κρίσεις να επαναλαμβάνονται περιοδικά, να είναι δηλαδή κυκλικές κρίσεις. Αργότερα εστίασε στην άνοδο της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και στην εξ αυτής συνεπαγόμενη πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, με μακροπρόθεσμους όρους. Οι θεωρίες κρίσης υποκατανάλωσης εμφανίστηκαν αργότερα, από το 1930 και μετά.
Από την άλλη πλευρά, πιστεύω ότι η θεωρία της στασιμότητας σε συνθήκες μονοπώλησης της παραγωγής είναι συμβατή με τη θεωρία της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους λόγω εκμηχάνισης της παραγωγικής διαδικασίας. Η εκμηχάνιση απαιτεί υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου και αυτό σημαίνει συγχώνευση επιχειρήσεων ή κλείσιμο των μικρών, επομένως σχηματισμό μονοπωλίων. Το μονοπώλιο μπορεί να διαμορφώσει τις τιμές των προϊόντων σε υψηλότερα επίπεδα, αντιμετωπίζοντας σε κάποιο βαθμό το πρόβλημα της μείωσης κερδών λόγω αύξησης τρης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, με τίμημα όμως τη χαμηλή ζήτηση, τη χαμηλή απορροφητικότητα και τη στασιμότητα.
Και τα τρία ερμηνευτικά σχήματα στηρίζονται πάντως στη διανομή της παραγόμενης αξίας μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η διανομή καθορίζεται από τους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, δηλαδή από την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Η εκμηχάνιση της παραγωγής και η συνεπαγόμενη αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, μπορούν να ειδωθούν ως επιλογή του καπιταλιστή να μειώσει το κόστος παραγωγής των εμπορευμάτων του και να περιορίσει την ισχύ του εργατικού κινήματος, δημιουργώντας έναν εφεδρικό στρατό ανέργων.
Παράγοντες όπως η αύξηση των πρώτων υλών ή η αχαλίνωτη κερδοσκοπία του χρηματιστικού κεφαλαίου, ασφαλώς οξύνουν μια οικονομική κρίση, χωρίς όμως να την προκαλούν από μόνες τους. Σύμφωνα με τη μαρξιστική προσέγγιση των κρίσεων, η βαθύτερη αιτία βρίσκεται στην ίδια τη διαδικασία κεφαλαιακής συσσώρευσης, και στην αντίθεση των δυο βασικών παραγόντων που εμπλέκονται σ’αυτήν (εργασία και κεφάλαιο).







Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

Ένα άρθρο για τη διατροφική κρίση

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Τον περασμένο Ιούνιο, στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς μου, τα φρικιά έκαναν έφοδο, απαλλοτρίωσαν τρόφιμα και άλλα είδη και τα μοίρασαν στους περαστικούς. Η κίνηση αυτή έτυχε ευμενούς αποδοχής απ’τον κόσμο, καθώς υπάρχει μεγάλη δυσφορία για τις ιδιαίτερα μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων, που σημειώθηκαν κατά την τελευταία χρονιά.
Αλλού η κατάσταση είναι πολύ πιο δύσκολη, ως τραγική. Στην Αϊτή για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι τρώνε αποξηραμένο χώμα, για να ξεγελάσουν την πείνα τους και να προσλάβουν κάποια θρεπτικά συστατικά από το λίγο χόρτο και τα άλατα που υπάρχουν μέσα στο χώμα.
Η άνοδος στις τιμές των τροφίμων έχει πλήξει όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, με διαφοροποιημένη βέβαια ένταση. Και αναδεικνύει ένα χρόνιο πρόβλημα, που ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει, έστω και αν δεν συζητιόταν τόσο έντονα πριν από λίγα χρόνια: περίπου το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού λιμοκτονεί ή υποσιτίζεται, με την έννοια ότι δεν εξασφαλίζει μια πλήρως θρεπτική τροφή.
Αυτή η διατροφική κρίση, που εξελίσσεται εδώ και δεκαετίες και που την τελευταία χρονιά εκδηλώθηκε πιο οξυμένα και χτύπησε την πόρτα των πλούσιων χωρών, είναι το αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Πριν όμως προχωρήσουμε στην εξέταση των αιτιών και στην εκτίμηση των προοπτικών που διαγράφονται, καλό είναι να επισημάνουμε ότι η κρίση αυτή δεν έχει να κάνει με την περιορισμένη παραγωγή τροφίμων. Όλα αυτά τα χρόνια που ο μισός πληθυσμός υποσιτίζεται, η παγκόσμια αγροτική παραγωγή επαρκεί για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών όλου του κόσμου. Αυτό ισχύει κατά βάση ακόμα και για την τελευταία διετία, με την έννοια ότι ναι μεν ανέκυψαν παράγοντες που μείωσαν κάπως το ύψος της παραγωγής και αύξησαν την τιμή των τροφίμων, όμως αυτό δεν δικαιολογεί των υποσιτισμό δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού, αρκεί να αναφέρουμε ότι το 2006 στις ΗΠΑ, που έχουν πάντα πλεονασματική αγροτική παραγωγή, 35 εκατομμύρια άνθρωποι (πάνω από το 10% του πληθυσμού της χώρας) δεν είχαν εξασφαλισμένη τροφή.
Η ρίζα του κακού εντοπίζεται στο ότι στην παγκοσμιοποιημένη ελεύθερη οικονομία, η τροφή είναι ένα εμπορεύσιμο προϊόν που η τιμή του διαμορφώνεται μέσω των μηχανισμών της αγοράς, όπως συμβαίνει και με τόσα άλλα είδη. Με άλλα λόγια, όποιος μπορεί να αγοράσει τρώει, όποιος δεν έχει οικονομικούς πόρους πεινάει. Τόσο απλό στη σύλληψή του, αλλά και τόσο τραγικό στις συνέπειές του. Αξίζει ωστόσο να μελετηθούν οι τάσεις που διαμορφώνουν την έκταση και την ένταση της διατροφικής κρίσης. Και κάποιες από τις τάσεις αυτές είναι μακροχρόνιες, ενώ κάποιες άλλες είναι βραχυχρόνιες, με την έννοια ότι εκδηλώθηκαν πρόσφατα και όξυναν το ήδη υπάρχον πρόβλημα.

Βραχυχρόνιες τάσεις της διατροφικής κρίσης

Τα τελευταία δυο χρόνια έχουν αυξηθεί απότομα οι τιμές βασικών ειδών διατροφής, όπως του καλαμποκιού, του σιταριού, της σόγιας, του ρυζιού και του ελαιόλαδου, καθώς και πολλών άλλων τροφίμων.
Ένας πρώτος παράγοντας αύξησης των τιμών των ειδών διατροφής είναι η αυξημένη τιμή του πετρελαίου, που επηρεάζει την αγροτική παραγωγή με δυο τρόπους: αφενός, η παραγωγή και διακίνηση πολλών αγροτικών προϊόντων βασίζεται στο πετρέλαιο, οπότε το κόστος τους αυξάνεται με την τιμή του «μαύρου χρυσού». Αφετέρου, ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής καλαμποκιού, σόγιας και φοινικέλαιου αξιοποιείται πια στην παραγωγή βιοκαυσίμων, που προβάλλει ως εναλλακτική λύση απέναντι στο πετρέλαιο. Και βέβαια υπάρχουν πολλές αμφιβολίες και ενστάσεις για την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας επιλογής απέναντι στο ενεργειακό πρόβλημα, που δεν είναι του παρόντος να συζητηθούν, η ουσία όμως είναι ότι εξαιτίας της παραγωγής βιοκαυσίμων μειώνεται η προσφορά βασικών αγροτικών προϊόντων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η τιμή τους.
Ένας δεύτερος παράγοντας ακρίβειας στα τρόφιμα είναι η αύξηση της ζήτησης κρέατος από τα οικονομικά αναβαθμιζόμενα και επεκτεινόμενα μεσοστρώματα σε Ινδία και Κίνα. Για να καλυφθεί η ζήτηση αυξήθηκαν οι ποσότητες δημητριακών που διοχετεύονται στην παραγωγή ζωοτροφών, με αποτέλεσμα να μειώνεται η προσφορά βασικών προϊόντων διατροφής, όπως του καλαμποκιού και της σόγιας. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι για την παραγωγή 1000 θερμίδων χοιρινού κρέατος χρειάζονται 10.000 θερμίδες ζωοτροφών για την εκτροφή του χοίρου. Οι αγελάδες, για τις ίδιες θερμίδες πατραγόμενου κρέατος, χρειάζονται ακόμα μεγαλύτερη ποσότητα ζωοτροφών, ισοδύναμη με 16.000 θερμίδες. Είναι λοιπόν μεγάλες οι ποσότητες δημητριακών που χρειάζονται για την παραγωγή κρέατος και αυτό αυξάνει σημαντικά τη ζήτηση, άρα και τις τιμές αυτών των βασικών ειδών διατροφής.
Ένας τρίτος παράγοντας αύξησης της τιμής των τροφίμων είναι το ότι χώρες που μέχρι πρόσφατα ήταν αυτάρκεις σε τρόφιμα, όπως η Κίνα και η Ινδία (πολλοί άνθρωποι πεινούσαν αλλά αυτό είναι άλλο θέμα) τώρα μετατρέπονται σε εισαγωγείς τροφίμων, εξαιτίας της ταχύρυθμης οικονομικής ανάπτυξης και των αλλαγών στη χρήση γης, που μειώνουν τις διαθέσιμες εκτάσεις για παραγωγή τροφίμων. Μειώνεται λοιπόν η έκταση της καλλιεργήσιμης γης, ενώ η αποδοτικότητα στην παραγωγή ρυζιού παραμένει σταθερή κατά την τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα να μειώνεται η παραγόμενη ποσότητα βασικών ειδών διατροφής.
Κάποια δυσμενή καιρικά φαινόμενα της τελευταίας διετίας (ξηρασία στην Αυστραλία και στην Κίνα, καταστρεπτικός τυφώνας στο Μπαγκλαντές), επίσης συνέβαλαν σε κάποιο βαθμό στη μείωση του όγκου της αγροτικής παραγωγής και συντέλεσαν στο να διατηρηθούν οι τιμές σε υψηλά επίπεδα. Τα φαινόμενα αυτά είναι πιθανό να ωφείλονται στην κλιματική αλλαγή, οπότε υπάρχει κίνδυνος να εμφανίζονται πιο συχνά στο μέλλον, με όλες τις αρνητικές συνέπειες που συνεπάγεται κάτι τέτοιο.
Η χρηματοπιστωτική κρίση που πλήττει τις ΗΠΑ εδώ και ένα χρόνο, ώθησε τους κερδοσκόπους των χρηματιστηρίων εμπορευμάτων να επενδύσουν σε αγροτικά προϊόντα και ορυκτούς πόρους, εκτιμώντας ότι εκεί υπάρχουν περιθώρια κέρδους. Αυτή η κερδοσκοπική δραστηριότητα ανέβασε απότομα τις τιμές βασικών ειδών διατροφής και πετρελαίου. Πολλοί πιστεύουν ότι είναι ζήτημα χρόνου να σπάσει η χρηματιστηριακή φούσκα (μερικοί εκτιμούν ότι αυτό ήδη έγινε με το πετρέλαιο) και να πέσουν οι τιμές. Όμως και έτσι να εξελιχθούν τα πράγματα, στο βαθμό που οι πολυεθνικές εταιρίες και τα καρτέλ των κουμπάρων ελέγχουν το κύκλωμα παραγωγής και διακίνησης αγροτικών προϊόντων, θα έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώνουν μονοπωλιακά τις τιμές και να τις κρατούν σε υψηλά επίπεδα.
Τέλος, ένας παράγοντας ήσσονος σημασίας είναι και η υπεραλίευση ψαριών των ωκεανών (όπως γίνεται και στο Αιγαίο), που έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί ο πληθυσμός πολλών ειδών και να ακριβήνει μια τροφή πλούσια σε πρωτεϊνες, που μέχρι τώρα ήταν μια καλή λύση για τους φτωχούς που δεν μπορούσαν να αγοράσουν κρέας.
Οι παράγοντες αυτοί εκδηλώθηκαν τα τελευταία μόλις χρόνια, συντέλεσαν στην απότομη αύξηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων και συνιστούν τη βραχυχρόνια εξελικτική τάση της διατροφικής κρίσης. Κρίνοντας από τις βιβλιογραφικές πηγές που είχα πρόσβαση, δεν διαφωνεί κανένας για το ρόλο τους στην αύξηση των τιμών των τροφίμων. Υπάρχουν ωστόσο και άλλοι, θεμελιώδεις παράγοντες, που διαμορφώνουν το διατροφικό πρόβλημα σε βάθος χρόνου, αλλά που δεν επισημαίνονται από πολλούς αναλυτές. Αυτή η μακροχρόνια τάση της διατροφικής κρίσης εξετάζεται παρακάτω.

Η διατροφική κρίση σε βάθος χρόνου

Τα τελευταία 40 χρόνια, στις χώρες του Τρίτου Κόσμου εκδηλώνεται ένα κύμα φυγής φτωχών αγροτών και εγκατάστασής τους στα αστικά κέντρα. Σήμερα ο αστικός πληθυσμός αποτελεί το 50% του πληθυσμού της γης, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Από τα 3 δις που ζουν στα αστικά κέντρα, το 1 δις ζει στις τενεκεδουπόλεις. Ιστορικά, η ροή πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα έχει μια ιστορία μερικών αιώνων και πρωτοεκδηλώθηκε στην Ευρώπη, όταν άρχισε να αναπτύσσεται η μεταποιητική δραστηριότητα στις πόλεις. Όμως στις χώρες του Τρίτου Κόσμου το φαινόμενο είναι πρόσφατο, εξελίσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από όσο στην Ευρώπη της βιομηχανικής επανάστασης και δεν θα πρέπει να αποδοθεί σε μια υποτιθέμενη οικονομική ανάπτυξη που παρέχει ευκαιρίες απασχόλησης στα αστικά κένυτρα, κρίνοντας από τη μεγάλη ανεργία και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στις παραγκουπόλεις.
Η αιτία αυτής της αστυφιλίας θα πρέπει να αναζητηθεί στις αλλαγές που σημειώθηκαν στον τρόπο παραγωγής στην ύπαιθρο κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όπου η φιγούρα του μικρού αγρότη παραγωγού τείνει να εκλείψει και να αντικατασταθεί από το μεγάλο ιδιοκτήτη γης που μπορεί να παράγει με κατάλληλο μηχανικό εξοπλισμό και με σχετικά λίγα εργατικά χέρια.
Ο μικρός αγρότης συνηθίζει να παράγει βασικά είδη διατροφής πρώτα για τον εαυτό του και το περίσευμα το διακινεί στην αγορά. Ωστόσο το κόστος παραγωγής, αποθήκευσης και μεταφοράς είναι μεγάλο για τον μικρό παραγωγό, ο οποίος χρειάζεται τη στήριξη της πολιτείας, υπό μορφή δανείων, επιδοτήσεων για φτηνά λιπάσματα και σπόρους, χώρων αποθήκευσης και υποδομών για άρδευση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και μεταφορά των παραγόμενων προϊόντων. Με άλλα λόγια, η πολιτεία θα πρέπει να διαθέσει πόρους για τη στήριξη της μικρής αγροτικής παραγωγής. Αυτό, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του’70 ήταν αποδεκτό και εφαρμόζονταν από πολλές κυβερνήσεις. Όμως εξ αιτίας της διόγκωσης του εξωτερικού χρέους των χωρών του Τρίτου Κόσμου και των πολιτικών λιτότητας καθ’ υπόδειξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι κρατικές δαπάνες για την αγροτική παραγωγή μειώθηκαν ή και εξανεμίστηκαν και οι μικροί παραγωγοί έμειναν μόνοι τους με τη σοδειά τους. Με άλλα λόγια, επικράτησε η λογική ότι και τα βασικά είδη διατροφής είναι ένα εμπόρευμα, όπως όλα τα άλλα, που αφήνεται, μαζί με τον παραγωγό του, στο έλεος των δυνάμεων της «ελεύθερης» από κρατικές παρεμβάσεις αγοράς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, πολλοί μικροί παραγωγοί καταστράφηκαν, πούλησαν όσο όσο τη γη τους (ενίοτε την έδωσαν και τσάμπα ενδίδοντας στον τραμπουκισμό των μεγάλων γαιοκτημόνων) και, μιας και δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν, εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα των αστικών κέντρων, φυτοζωώντας χωρίς δουλειά και χωρίς πόρους.
Εκείνοι που ωφελήθηκαν από αυτήν τη διαδικασία ήταν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες που, συνήθως σε συνεργασία με πολυεθνικές εταιρίες τροφίμων, εκβιομηχάνισαν τη γεωργία και παρήγαγαν σε μαζική κλίμακα εξειδικευμένα προϊόντα για εξαγωγή (για παράδειγμα καφέ, ζάχαρη ή άλλα εξωτικά προϊόντα), καθώς και βασικά είδη διατροφής για κατανάλωση από όσους διαθέτουν αγοραστική δύναμη. Σε διάφορες περιπτώσεις (όπως στο Μεξικό και στις Φιλιππίνες που θα δούμε παρακάτω) η εγχώρια παραγωγή σε βασικά είδη διατροφής μειώθηκε σημαντικά και οι κυβερνήσεις κατέφυγαν σε εισαγωγές τροφίμων από χώρες του Βορρά. Το 1 δις των άφραγκων κατοίκων των παραγκουπόλεων μένουν έξω από την αγορά των αγροτικών προϊόντων και υποσιτίζονται. Σε αυτήν την εξέλιξη, που συνίσταται επιγραμματικά στην καταστροφή των μικρών αγροτών και στην πλήρη εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής, εντοπίζεται ο βασική αιτία του διατροφικού προβλήματος, που εξελίσσεται εδώ και δεκαετίες και που την τελευταία διετία οξύνθηκε εξ αιτίας των πρόσθετων συγκυριών που αναλύθηκαν στην προηγούμενη ενότητα.
Συμπληρωματικό ρόλο στην πορεία καταστροφής των μικρών παραγωγών έπαιξε και η πρακτική πολυεθνικών εταιριών να κατοχυρώνουν υπό μορφή πατέντας τους σπόρους διαφόρων καλλιεργειών, να τους διακινούν μαζί με τα λιπάσματα έναντι υψηλού τιμήματος και να υποχρεώνουν έτσι τους αγρότες στο δανεισμό και, τελικά, στη χρεωκοπία. Κάπως έτσι οδηγήθηκαν 25.000 Ινδοί αγρότες στην αυτοκτονία, τα τελευταία χρόνια. Η καπιταλιστική οικονομία των πολυεθνικών, των τραπεζιτών και των καρτέλ των κουμπάρων είναι ανελέητη απέναντι σε όσους αδυνατούν να λειτουργήσουν με τους δικούς της όρους.

Μεξικό και Φιλιππίνες: δυο παραδείγματα προς αποφυγήν

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του’80, το Μεξικό ήταν χώρα εξαγωγός καλαμποκιού, που είναι το βασικό είδος διατροφής για τον πληθυσμό της. Οι μικροί καλλιεργητές, που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της αγροτικής παραγωγής, υποστηρίζονταν με διάφορους τρόπους από την κυβέρνηση (δασμοί σε εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα, επιδοτήσεις για αγορά σπόρων και λιπασμάτων και άλλα μέτρα). Το 1982, εκδηλώθηκε η κρίση του εξωτερικού χρέους του μεξικάνικου κράτους και, μπροστά στον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης, η κυβέρνηση απευθύνθηκε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για δανεισμό. Το ΔΝΤ, όπως το συνηθίζει, έθεσε τους όρους του για τη δανειοδότηση της χώρας: περιορισμός των κρατικών δαπανών, που έχει ως συνέπεια την κατάργηση των μέτρων στήριξης των μικρών αγροτών. Το αποτέλεσμα ήταν πολλοί αγρότες να μη μπορούν να επιβιώσουν ως παραγωγοί, η εγχώρια παραγωγή καλαμποκιού να μειωθεί σημαντικά και να αρχίσουν οι εισαγωγές από τη Βόρεια Αμερική. Η αρνητική αυτή πορεία για την εγχώρια αγροτική παραγωγή επιτάθηκε από το 1994 με τη NAFTA (συμφωνία ελεύθερου εμπορίου), χάρη στην οποία το βορειοαμερικάνικο καλαμπόκι κατέκλυσε τη μεξικάνικη αγορά. Επί πλέον, καθώς το μεξικάνικο κράτος αποσύρθηκε από οποιαδήποτε παρέμβαση στην κυκλοφορία και διανομή αγροτικών προϊόντων (είπαμε, ελεύθερο εμπόριο κάνουμε), ο έλεγχος πέρασε στις βορειοαμερικάνικες πολυεθνικές εταιρίες τροφίμων, οι οποίες πλέον έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώνουν μονοπωλιακά τις τιμές και να ανεβάζουν την τιμή της τορτίγιας (πίτα από καλαμπόκι) στα ύψη.
Την περασμένη χρονιά, ο μεξικάνικος λαός διαδήλωσε διαμαρτυρόμενος για την αλματώδη αύξηση κατά 60% της τορτίγιας μέσα σε ένα χρόνο. Πολλοί αναλυτές έσπευσαν να αποδώσουν αυτήν την αύξηση στη στροφή της βορειοαμερικάνικης αγροτικής παραγωγής προς τα βιοκαύσιμα. Αυτό είναι μόνο εν μέρει σωστό, καθώς και τα μονοπώλια κερδοσκόπησαν σε βάρος του πληθυσμού, για τον οποίο η τορτίγια είναι βασικό είδος διατροφής. Και σε τελευταία ανάλυση, για να θυμηθούμε μια παρεξηγημένη έκφραση από το χώρο της μαρξιστικής αριστεράς, το πρόβλημα έγκειται στην αποδιάρθρωση της ντόπιας αγροτικής παραγωγής και στην καταστροφή των μικρών παραγωγών, χάρη στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις της χώρας τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια. Όσο για τα 1.3 εκατομμύρια αγροτών που εκτιμάται πως αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη τους, πολλοί από αυτούς μετανάστευσαν στις ΗΠΑ προς αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Και στις Φιλιππίνες, τους τελευταίους μήνες ο κόσμος ξεσηκώθηκε διαμαρτυρόμενος για την τιμή του ρυζιού, που από τον Ιανουάριο ως τον Απρίλιο σχεδόν τριπλασιάστηκε, εξ αιτίας της κερδοσκοπίας. Το ρύζι δεν αξιοποιείται όπως το καλαμπόκι στα βιοκαύσιμα, οπότε εδώ δεν υπάρχει δικαιολογία για την αλματώδη αύξηση της τιμής του. Μέχρι πριν από 25 χρόνια, οι Φιλιππίνες ήταν αυτάρκεις στην παραγωγή ρυζιού, καθώς η πολιτεία στήριζε τους αγρότες και δαπανούσε πόρους για αρδευτικά έργα. Από τα μέσα της δεκαετίας του’80, που ξεκίνησαν οι περικοπές των κρατικών δαπανών προκειμένου να εξυπηρετηθεί το εξωτερικό χρέος της χώρας, οι αγρότες και η γη αφέθηκαν στην τύχη τους, με αποτέλεσμα να μειωθεί δραματικά η παραγωγή ρυζιού και να αρχίσουν οι εισαγωγές σε αθρόα κλίμακα. Το φτηνό, καθότι επιδοτούμενο εισαγόμενο ρύζι, χειροτέρευσε ακόμα περισσότερο την κατάσταση της εγχώριας αγροτικής παραγωγής και η χώρα στηρίζονταν πια στις εισαγωγές για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού της. Και όταν την τελευταία χρονιά ξεκίνησαν τα κερδοσκοπικά παιχνίδια στη διεθνή αγορά ρυζιού και ακρίβηνε αυτό το βασικό είδος διατροφής, ο φιλιππινέζικος λαός, που έτσι κι’αλλιώς έχει χαμηλό βιωτικό επίπεδο, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση από πλευράς βιοπορισμού. Για μια ακόμα φορά επιβεβαιώνεται το ότι η χώρα που δεν μεριμνά για την αγροτική της παραγωγή και καταφεύγει στις αθρόες εισαγωγές τροφίμων, κάποια στιγμή πληρώνει τις συνέπειες.

Συμπεράσματα-συζήτηση

Η διατροφική κρίση δεν είναι φαινόμενο της τελευταίας διετίας. Εξελίσσεται εδώ και δεκαετίες και οφείλεται κατά βάση στην εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής και στην καταστροφή των μικρών παραγωγών που έπαψαν οι κυβερνήσεις να τους στηρίζουν.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος έχει προταθεί η προώθηση των μεταλλαγμένων τροφίμων, ακόμα και η παραγωγή συνθετικού κρέατος, όπως μάθαμε πρόσφατα από την τηλεόραση. Εδώ όμως υπάρχουν ενστάσεις για το κατά πόσον η βιοτεχνολογία παράγει προϊόντα ασφαλή για τον καταναλωτή. Δεν είμαι από αυτούς που θα απέρριπταν ασυζητητί την τεχνολογία και θα υποστήριζαν την παραδοσιακή και μόνον αγροτική παραγωγή. Πιστεύω όμως ότι ακόμα και αν παραχθούν μεταλλαγμένα τρόφιμα αβλαβή για την ανθρώπινη υγεία-και μακάρι να παραχθούν-η διατροφική κρίση θα είναι πάλι παρούσα, στο βαθμό που το αγροτικό προϊόν θα εξακολουθήσει να είναι εμπόρευμα ελεγχόμενο από τις πολυεθνικές εταιρίες τροφίμων και προσβάσιμο σε αυτούς μόνο που διαθέτουν μια επαρκή αγοραστική δύναμη.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αλλάξει θεμελιακά η αντίληψη των κυβερνώντων και των πολιτών για τα τρόφιμα: να πρυτανεύσει δηλαδή η λογική ότι δικαίωμα σε μια πλήρη και θρεπτική διατροφή έχουμε όλοι, όπως στο κάτω κάτω έχουμε δικαίωμα στον αέρα, στο νερό και στη ζωή.
Ο Φρεντ Μάγκντοφ, η σκέψη του οποίου επηρέασε πολύ το παρόν άρθρο, διατείνεται ότι σχεδόν σε όλα τα μέρη του κόσμου υπάρχει η δυνατότητα για μια αγροτική παραγωγή προσαρμοσμένη στο κλίμα και στο έδαφος της κάθε περιοχής, σε τρόπο που να εξασφαλίζεται η αυτάρκεια σε βασικά είδη διατροφής, ώστε ο πληθυσμός να ξεπεράσει το πρόβλημα της πείνας και του υποσιτισμού.
Το κοινωνικό υποκείμενο που θα φέρει σε πέρας έναν τέτοιο τύπο αγροτικής παραγωγής δεν μπορεί να είναι ούτε ο γαιοκτήμονας-καπιταλιστής ούτε η πολυεθνική εταιρία τροφίμων. Ο καπιταλιστής ιδιοκτήτης γης θα στραφεί στη μονοκαλλιέργεια με εξαγωγικό προσανατολισμό, που και το διατροφικό πρόβλημα δεν θα λύσει και το έδαφος θα αποδυναμώσει με την εντατική καλλιέργεια και την αλόγιστη χρήση χημικών. Επομένως ο μικρός αγρότης-παραγωγός είναι αυτός που καλείται να αναλάβει το βάρος του εγχειρήματος της υπέρβασης της διατροφικής κρίσης. Στο έργο του θα πρέπει να συνεταιριστεί με άλλους παραγωγούς και να έχει τη στήριξη της πολιτείας, ώστε να εξασφαλίσει και τεχνογνωσία και εξοπλισμό για ένα βέλτιστο αποτέλεσμα, που θα καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού, χωρίς να επιβαρύνει ανεπανόρθωτα το περιβάλλον.
Τις τελευταίες δεκαετίες, τα αστικά κέντρα του Τρίτου Κόσμου «κυκλώθηκαν» από τις παραγκουπόλεις, οι κάτοικοι των οποίων εγκατέλειψαν την ύπαιθρο για μια καλύτερη τύχη, αλλά εξακολουθούν να φυτοζωούν, μιας και η πόλη δεν έχει να τους προσφέρει επαγγελματική προοπτική. Στους ανθρώπους αυτούς θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για να γυρίσουν στην ύπαιθρο και να ασχοληθούν ξανά με τη γεωργία.
Έχω την εντύπωση ότι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη ιστορική περίοδο, κερδίζει έδαφος στην κοινή γνώμη η αντίληψη ότι το αίτημα της κοινωνικά δίκαιης διανομής του παραγόμενου πλούτου, το αίτημα της αλλαγής του τρόπου παραγωγής και το αίτημα της προστασίας του περιβάλλοντος είναι μεταξύ τους αλληλένδετα. Και με αυτήν την έννοια το ξεπέρασμα της διατροφικής κρίσης συνδέεται με μια πορεία εξάλειψης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και με την αποκατάσταση μιας πιο αρμονικής και ορθολογικής σχέσης ανθρώπου-φύσης.

Πηγές

Magdoff F., 2008: The world food crisis. Sources and solutions. “Monthly Review”, May 2008.
Bello, W., 2008: How to manufacture a global food crisis: lessons from the World Bank, IMF, and WTO. www.focusweb.org
Νικολάου, Ν., 2008: Η διατροφική κρίση. Εφημερίδα «Καθημερινή», 06/06/2008
Γ. Σ., 2000: Κούβα. Διατρέφοντας τον πληθυσμό οικολογικά. «Σήματα Καπνού», τ. 4, σελ. 44-45
Β. Μ., Λ. Σ., 2006: Το αγροτικό κίνημα στην Ινδία. 23.000 αυτοκτονίες αγροτών λόγω χρεών. Συνέντευξη με τον Yudhvir Singh, στέλεχος της Ένωσης Αγροτών Ινδίας. “Resistencias”, τ. 3, σελ. 32-33

Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Για τη χρηματοπιστωτική κρίση και για την κερδοσκοπία με τα τρόφιμα

Από τη χρηματοπιστωτική κρίση στο φάσμα της πείνας. Πότε άραγε θα πιάσουμε πάτο;

Από τον περασμένο Αύγουστο η βορειοαμερικάνικη οικονομία μαστίζεται από οξυμένο πρόβλημα ρευστότητας, εξ αιτίας του ότι πολύς κόσμος που είχε λάβει στεγαστικά δάνεια τα τελευταία χρόνια αδυνατεί να τα ξεχρεώσει. Άμεση συνέπεια αυτής της αδυναμίας είναι οι κίνδυνοι χρεωκοπίας που αντιμετωπίζουν χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που είχαν ανοιχτεί σε δανεισμό ή αγόρασαν χρέη φυσικών ή νομικών προσώπων. Παρά τις παρεμβάσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας με σκοπό τη στήριξη του χρηματιστικού κεφαλαίου, η προοπτική μιας οικονομικής ύφεσης, με αφετηρία τις ΗΠΑ και με αρνητικές επιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα, είναι όχι μόνο ορατή, αλλά ίσως ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη. Η αλματώδης άνοδος των τιμών του πετρελαίου και των τροφίμων, που δεν είναι άσχετη με τη χρηματοπιστωτική κρίση, ήδη δυσκολεύει τη ζωή των πολιτών των ανεπτυγμένων χωρών και πολύ περισσότερο του τρίτου κόσμου. Σε αυτό το άρθρο, που πολύ απέχει από το να είναι μια συγκροτημένη οικονομική ανάλυση των τάσεων του παγκόσμιου καπιταλισμού, επιχειρούμε να διαμορφώσουμε μια εικόνα για την αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στην παρούσα κατάσταση και, σε κάποιο βαθμό, να αποτολμήσουμε να διατυπώσουμε σκέψεις για το προς τα πού μπορούν να πάνε τα πράγματα.

Από τον κύκλο Χ-Ε-Χ’ στον κύκλο Χ-Χ’
Ο αναγνώστης που έχει μια εξοικείωση με τη μαρξιστική οικονομική θεωρία, θα έχει υπόψη του το βασικό της σχήμα για το πώς δημιουργείται κέρδος μέσω της παραγωγής αξίας. Το αρχικό κεφάλαιο (χρηματικό ποσό Χ) επενδύεται σε εμπόρευμα Ε (εξοπλισμός, πρώτες ύλες και εργατική δύναμη). Από το Ε, μέσω της αξιοποίησης της εργατικής δύναμης, παράγεται μια αξία μεγαλύτερη, που μέσω της αγοράς θα μετατραπεί σε χρηματικό ποσό Χ’ μεγαλύτερο του Χ. Αυτή η διαφορά Χ’-Χ είναι το κέρδος που καρπώνεται ο βιομήχανος-καπιταλιστής και που αποτελεί κίνητρο για περαιτέρω επενδύσεις και για παραγωγική δραστηριότητα. Για να πραγματοποιηθεί όμως κέρδος, θα πρέπει το εμπόρευμα να βρει τον αγοραστή του και να πουληθεί. Ο Κέινς, από τη δεκαετία του’30, είχε τονίσει το ρόλο της ζήτησης στην οικονομική δραστηριότητα, με την έννοια ότι για να απορροφηθεί το εμπόρευμα θα πρέπει να υπάρχουν καταναλωτές με αρκετά μεγάλο εισόδημα για να το αγοράσουν. Όμως αρκετά μεγάλο εισόδημα, σε μια βιομηχανική κοινωνία που το μεγαλύτερο μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού αποτελείται από μισθωτούς, σημαίνει υψηλούς μισθούς για τους εργαζόμενους, αυξημένο κόστος παραγωγής για τα προϊόντα και συμπίεση του ποσοστού κέρδους για τον καπιταλιστή.
Από τα μέσα της δεκαετίας του’60, οι Μπάραν και Σουήζι είχαν επισημάνει ότι το μονοπωλιακό κεφάλαιο, που ενδιαφέρεται κυρίως για το άμεσο κέρδος, τείνει να διατηρεί υψηλές τις τιμές των προϊόντων, μειώνοντας το ύψος της παραγωγής, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ζήτηση. Μια τέτοια πρακτική μπορεί σε κάποιο βαθμό να εξασφαλίσει κέρδη, όμως τελικά οδηγεί σε στασιμότητα, καθώς τα συσσωρευόμενα πλεονάσματα δε μπορούν να απορροφηθούν επαρκώς σε ένα οικονομικό περιβάλλον περιορισμένης ζήτησης. Οπότε ανακύπτει το πρόβλημα του πώς θα επανεπενδυθούν τα πλεονάσματα, εξασφαλίζοντας κέρδος για τον καπιταλιστή. Πρακτικές όπως η διαφήμιση και η κρατική παρέμβαση, μέσω των έργων υποδομής και των στρατιωτικών δαπανών, μπορούν σε κάποιο βαθμό να εξυπηρετήσουν στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, όμως δεν στάθηκε δυνατό να αποτρέψουν τη στασιμότητα. Από τη δεκαετία του’ 70 και μετά, η στασιμότητα χτύπησε για καλά την πόρτα της βορειοαμερικάνικης αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας, με κύρια χαρακτηριστικά τους μειωμένους ρυθμούς ανάπτυξης και την αδυναμία εξασφάλισης πλήρους απασχόλησης. Και βέβαια για το κεφάλαιο λίγη σημασία έχει το πρόβλημα της ανεργίας, όμως το πρόβλημα της εξασφάλισης υψηλών ποσοστών κέρδους σε ένα περιβάλλον στασιμότητας αποτελεί φλέγον ζήτημα. Και η απάντηση που δόθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι η στροφή του κεφαλαίου προς κερδοσκοπικές δραστηριότητες, που εξασφαλίζουν πλούτο χωρίς άμεση εμπλοκή σε παραγωγικές επενδύσεις. Σχηματικά, από τον κύκλο Χ-Ε-Χ’, η οικονομική δραστηριότητα μετατοπίζεται προς τον κύκλο Χ-Χ’. Και βέβαια εμπορεύματα υπάρχουν, πραγματική οικονομία υπάρχει, όμως ο μεγάλος κερδισμένος δεν είναι ο βιομήχανος που επενδύει σε μηχανολογικό εξοπλισμό και παράγει αξία, αλλά ο τραπεζίτης, ο χρηματιστής και ο κάθε λογής αεριτζής που διακινεί αξίες και χρήμα, χωρίς να παράγει τίποτα.

Η κερδοσκοπία με τα στεγαστικά δάνεια και οι συνέπειές της
Έχοντας στραφεί το βορειοαμερικάνικο κεφάλαιο προς την κερδοσκοπία, η βιομηχανία έχασε το δυναμισμό των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών και μειώθηκε η ανταγωνιστικότητά της. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διογκώθηκε και επιδιώχθηκε λύση του δημοσιονομικού προβλήματος μέσω της έκδοσης ομολόγων τα οποία αγοράζουν κυρίως επενδυτικοί φορείς από τις ισχυρές ή αναδυόμενες οικονομίες της Μέσης και της Άπω Ανατολής (Αραβικές χώρες, Κίνα, Ιαπωνία). Ωστόσο τα τελευταία χρόνια καλλιεργήθηκε η ιδέα της τόνωσης της ζήτησης, όχι δια της αύξησης των μισθών αλλά δια του καταναλωτικού δανεισμού. Με τον τρόπο αυτό, όπως εκτίμησαν οι ιθύνοντες, θα μπορούσε να τονωθεί η λιμνάζουσα παραγωγική δραστηριότητα χωρίς να αυξηθεί το κόστος της εργατικής δύναμης.
Το μπουμ των στεγαστικών δανείων, που ξεκίνησε το 2002, εντάσσεται σε αυτήν την αντίληψη περί οικονομικής πολιτικής. Οι πολίτες αγοράζουν κατοικίες με δανεικό χρήμα. Το δανεικό χρήμα, για ένα χρονικό διάστημα, αυξάνει τη ζήτηση για κατοικίες, επομένως αυξάνει και την τιμή της στέγης. Σε αυτήν την ανοδική φάση, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που δανείστηκε χρήμα μπορεί να ξεπληρώσει το χρέος του και να αποκομίσει ακόμα και κέρδος, μεταπωλώντας το ακίνητο σε υψηλότερη τιμή από αυτήν που το αγόρασε. Και αυτή η ανοδική φάση δανεισμού, αγοράς και μεταπώλησης σε υψηλότερη τιμή συνεχίστηκε όσο υπήρχε η προσδοκία για αύξηση της τιμής των ακινήτων.
Όμως από το 2007 και μετά οι τιμές των ακινήτων είχαν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε μειώθηκε η ζήτηση. Δεν ήταν πια δυνατόν να μεταπωληθούν τα ακίνητα με συμφέροντες, για τους ιδιοκτήτες τους, όρους και άρχισε η πτώση των τιμών, με αποτέλεσμα πολλοί χρεωμένοι ιδιοκτήτες να μη μπορούν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους στις τράπεζες ή σε χρηματοπιστωτικές εταιρίες (hedge funds) που είχαν αγοράσει τα χρέη των ιδιωτών από τις τράπεζες. Πολλές τράπεζες και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί αντιμετωπίζουν έλλειψη ρευστότητας και αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της χρεωκοπίας. Ήδη έχουν ξεκινήσει μαζικές απολύσεις προσωπικού από το χρηματοπιστωτικό τομέα και διαφαίνεται ο κίνδυνος για βαθιά και παρατεταμένη ύφεση που θα πλήξει όχι μόνο τη βορειοαμερικανική αλλά και την παγκόσμια οικονομία.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, τους τελευταίους μήνες διοχέτευσε μεγάλες ποσότητες ρευστού στον προβλξματικό χρηματοπιστωτικό τομέα για να αποφευχθούν οι χρεωκοπίες. Μείωσε και τα επιτόκια δανεισμού για να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υποτίμηση του δολαρίου. Μια τέτοια κίνηση όμως μπορεί να αποβεί δίκοπο μαχαίρι γιατί τα χαμηλά επιτόκια και το υποτιμημένο δολάριο μπορούν να ωθήσουν κάποια στιγμή τους ξένους επενδυτές να αποσυρθούν από τις τοποθετήσεις τους σε ομόλογα και να μείνουν οι βορειοαμερικάνικες τράπεζες χωρίς χρήμα.
Οι αλματώδεις αυξήσεις του πετρελαίου και των τροφίμων που σημειώθηκαν τους τελευταίους μήνες δεν είναι καθόλου άσχετες με την εν εξελίξει χρηματοπιστωτική κρίση. Υπάρχουν βέβαια κάποιοι σταθεροί και ανεξάρτητοι παράγοντες, που έχουν να κάνουν με την ταχύρυθμη οικονομική ανάπτυξη ορισμένων μεγάλων χωρών του τρίτου κόσμου, με τα σενάρια της υποκατάστασης του πετρελαίου από τα βιοκαύσιμα και με τις αλλαγές στον τρόπο ζωής και στις διατροφικές συνήθειες των λαών των αναπτυσσόμενων χωρών, όμως και εδώ η κερδοσκοπία έβαλε το χεράκι της. Τα επενδυτικά κεφάλαια που αναζητούν το γρήγορο κέρδος και την εξάλειψη των ζημιών που είχαν την τελευταία χρονιά, έπεσαν με τα μούτρα στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων και στην κερδοσκοπία γύρω από τις τιμές του πετρελαίου και των τροφίμων. Το κόστος ζωής ανεβαίνει, οι τιμές των τροφίμων ανεβαίνουν, κάποιοι λίγοι πλουτίζουν και οι πολλοί δυσκολεύονται να βιοποριστούν, ή, ακόμα χειρότερα, πεινούν. Τις τελευταίες εβδομάδες ξέσπασαν ταραχές σε διάφορες χώρες, καθώς ο κόσμος διαμαρτύρεται για την ακρίβεια σε βασικά ήδη διατροφής. Και για την ώρα δε φαίνεται φως στο τούνελ.

Επίλογος
«Τέλους επί, σαμε φτα, ξοδο αδιε» (Βηθλεέμ Οργόνης, Νοέμβριος 1979). Που σημαίνει: «επί τέλους, φτάσαμε στο αδιέξοδο».
Χειμώνας 1979-80, συνέλευση του Φυσικού Τμήματος στο παλαιό κτίριο της Σόλωνος, για το νόμο 815, που τότε είχε αναστατώσει τα πανεπιστήμια. Στο βήμα ένας τύπος που βλέπαμε για πρώτη φορά. Μας συστήθηκε ως Βηθλεέμ Οργόνης και άρχισε να μιλάει κορακίστικα, πετώντας ατάκες σαν αυτήν που έγραψα παραπάνω. Όλοι μας ξαφνιαστήκαμε. Κνίτες και Πασπίτες κατελήφθησαν από ιερή αγανάκτηση γιατί ο ομιλητής «πρόσβαλε τα όργανά μας». Αλλά κι’εμείς οι άλλοι, αριστεριστές, ανένταχτοι και λίγα φρικιά, που συγκροτούσαμε το υπό διαμόρφωση μπλοκ των καταλήψεων, τα είχαμε λίγο χαμένα, καθώς δεν καταλαβαίναμε πού το πήγαινε ο μεγάλος.
Και όμως, ίσως να είχε δίκιο το παιδί. Υπάρχουν στιγμές που ο κυρίαρχος λόγος δεν σε βοηθάει να μπεις στην ουσία των πραγμάτων και να ξεπεράσεις το αδιέξοδο. Και τότε χρειάζεσαι έναν εναλλακτικό και αντισυμβατικό λόγο, που έστω και αν ακούγεται παράξενος και δεν ταιριάζει με αυτά που ξέρεις, μπορεί ίσως να σε οδηγήσει σε δημιουργικές διεξόδους.
Στο παρόν άρθρο κάναμε μια προσπάθεια να ανιχνεύσουμε το μηχανισμό της εξελισσόμενης οικονομικής κρίσης. Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι τί δέον γενέσθαι για να την ξεπεράσουμε. Και σε αυτό το σημείο ξεκινάει μια μεγάλη συζήτηση, που δε μπορεί να χωρέσει σε αυτό το κείμενο. Επιγραμματικά μόνο να πω ότι τα τελευταία 500 χρόνια η οικονομική ζωή στρέφεται γύρω από τη λογική του κέρδους. Ακόμα και στα καθεστώτα που αυτοπροσδιορίστηκαν ως σοσιαλιστικά, το κίνητρο του κέρδους αποδείχτηκε ισχυρότερο από το εξισωτικό πρόταγμα. Μετά το 1989, πολλοί έσπευσαν να μας διαβεβαιώσουν για την ανωτερότητα και την αποτελεσματικότητα του καπιταλισμού. Τώρα παίρνουμε μια γεύση των αντιφάσεών του και των αδιεξόδων του. Το ζητούμενο είναι το πώς μπορεί μια οικονομία να λειτουργήσει αποδοτικά και να καλύψει τις υλικές ανάγκες όλων χωρίς να σπαταλήσει αλόγιστα φυσικούς πόρους. Στα πλαίσια μιας τέτοιας προσέγγισης, το κίνητρο του κέρδους και του πλουτισμού θα πρέπει ίσως να αντικατασταθεί από μια αριστοτελική αντίληψη για το «ευ ζην», εμφορούμενη από το αίσθημα της ατομικής ευθύνης απέναντι στην ανθρώπινη κοινότητα και απέναντι στο φυσικό περιβάλλον. Και το μηχανιστικό κοσμοείδωλο της πραγμοποιημένης φύσης και κοινωνίας, που με τόση ενάργεια ανέλυσε ο Μαρκούζε στον «Μονοδιάστατο Άνθρωπο», να δώσει τόπο σε μια νέα κοσμοθεώρηση που να χαρακτηρίζεται από τον ορθό λόγο και από την εναρμόνιση του ανθρώπου με το περιβάλλον του.

Γιώργος